Γιάννης Κατσάνος
« Δεν έχουν ψωμί; Να φάνε τη γλώσσα τους ! »
Η μαξιμαλιστική πολιτική μιας γλώσσας που τρώει τις σάρκες της.
Πριν αρχίσω την παρέμβαση μου -στην οποία θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο σύντομος γίνεται για να δοθεί περισσότερος χρόνος για συζήτηση- θα ήθελα να διευκρινίσω την επιλογή αυτού του κάπως προκλητικού τίτλου που απασχόλησε μεταφραστικά τους αγαπητούς διοργανωτές αυτής της ημερίδας.
Πρώτη παρατήρηση. Είναι γνωστό και πολυακουσμένο το ιστορικό ανέκδοτο με τη Μαρία Αντουανέτα. Όταν την πληροφόρησαν ότι ο λαός δεν έχει ψωμί να φάει εκείνη έδωσε την εκ πρώτης όψεως αφελή αλλά όχι αθώα απάντηση “ας φάει παντεσπάνι”. Στην ελληνική περίπτωση το προτεινόμενο από κάθε πολιτική εξουσία παντεσπάνι υπήρξε η ελληνική γλώσσα. Και τι παντεσπάνι : φτιαγμένο από σπουδαία παπαρηγοπούλεια υλικά που τα θαυμάζει –όλο και λιγότερο είναι αλήθεια- όλη η ανθρωπότης : αρχαίο ελληνικό αλεύρι, ελληνιστική Κοινή ζάχαρη και βυζαντινό αγιογραφικό ασπράδι αυγών. Η ελληνική γλώσσα-παντεσπάνι απ' ό τι φαίνεται τελικά μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικά στη λύση του οικονομικού προβλήματος της χώρας μας. Έθρεψε μέχρι τώρα τη Μεγάλη Ιδέα που είχε το έθνος για το εαυτό του με την επί έτη μαξιμαλιστική πολιτική του για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής μητέρας γλώσσας και της νέας ελληνικής κόρης, καιρός να εξοικονομηθούν διδάσκοντες, ώρες διδασκαλίας και κονδύλια για να σωθεί το κράτος από την πτώχευση. Ποιας πτώχευσης; Να φας τη γλώσσα σου θα μου πείτε. Θα την φάω λοιπόν.
Δεύτερη παρατήρηση. Τα δύο τελευταία χρόνια, όλοι εμείς που αποσπαστήκαμε για να διδάξουμε την νέα ελληνική στο εξωτερικό βρισκόμαστε σε δεινή κοινωνική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση διότι το ελληνικό κράτος αποφάσισε Να φάμε τη γλώσσα μας. Μια αγανακτισμένη σιωπή και ένα αίσθημα ενοχής κρατάει το στόμα μας κλειστό. Αγανακτισμένη σιωπή γιατί όσα λείπουν από τα δημόσια ταμεία δεν τα φάγαμε όλοι μαζί και αίσθημα ενοχής γιατί εμμέσως πλην σαφώς υπονοείται ότι δεν κάναμε καλά τη δουλειά μας, ότι κοροϊδεύαμε τόσο καιρό τον κόσμο, ότι κάναμε πληρωμένες διακοπές στην εσπερία και άλλα παρόμοια. Αίσθημα ενοχής γιατί τελειώσαμε μια πανεπιστημιακή σχολή, διοριστήκαμε στην εκπαίδευση ως δημόσιοι λειτουργοί, υπερασπιστήκαμε το δημόσιο χαρακτήρα του λειτουργήματος μας με 3,60, διασυρθήκαμε επανειλημμένως δημοσίως και ιδιωτικώς, διαπομπευτήκαμε αρκούντως σε κάθε μας διαμαρτυρία και τελικώς βάλαμε την ουρά στα σκέλια, δαρμένοι σκύλοι, που αλυχτούσαν νυχθημερόν για την παιδεία, το κοινό αγαθό. Όλοι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν για το τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο όλο και ευελπιστούν να λύσουν το μεγάλο πρόβλημα της εκπαίδευσης σήμερα με κάποια μερεμέτια. Αθάνατη ελληνική μαστορική.
Αυτά τα ολίγα για τον τίτλο της εισήγησης.
Και σας δίνω το στίγμα μου για να συνεννοηθούμε καλύτερα.
Λέγομαι Γιάννης Κατσάνος, γεννήθηκα στην Ελλάδα, στην Αθήνα, το 1961. Αν και έχω ελληνική υπηκοότητα δεν είμαι έλληνας. Δεν έχω καμιά σχέση αίματος ή καταγωγής με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Αισχύλο. Ούτε κι αυτοί με μένα. Μητρική μου γλώσσα η νέα ελληνική. Μια γλώσσα σαν όλες τις άλλες. Γνώρισα τον κόσμο μέσα απ αυτήν. Διατύπωσα τη σκέψη μου σ αυτήν, τα πρώτα και τα ύστερα σ αγαπώ της ζωής μου. Σ αυτή τη γλώσσα μάλωσα τα παιδιά μου, δίδαξα επί 23 χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τους μαθητές μου, στη γλώσσα αυτή τσακώθηκα με τους συναδέλφους μου. Πάλεψα μαζί της. Και παλεύω ακόμα. Όπως όλοι όσοι γεννηθήκαμε στις αμμουδιές του Ομήρου κι έτυχε -το υπογραμμίζω- ΕΤΥΧΕ να μιλάμε την ίδια γλώσσα.
Δεν είμαι έλληνας. Όμως έχω κάτι να σας πω. Στα νέα ελληνικά. Για τα νέα ελληνικά. Κάτι που μας αφορά όλους, έλληνες και μη. Όλους εμάς τους εράσμιους πολίτες αυτού του κόσμου που τον κρατάμε ακόμα στα χέρια μας με νύχια και με δόντια και δεν λέμε να τον παραδώσουμε στους νόμιμους κληρονόμους της γενιάς του ΙΝΤΕΡΝΕΤ και του FACEBOOK.
Ο τι θα πω δεν είναι πρωτότυπο. Έχει ειπωθεί με σαφήνεια και ακρίβεια από δασκάλους και μελετητές ικανούς και ευαίσθητους. Τα δύο κείμενα στα οποία θα αναφέρομαι συνέχεια είναι το σπουδαίο βιβλίο της Ρένας Σταυρίδου- Πατρικίου ''Οι φόβοι ενός έθνους'', βιβλίο του 2009, και το κείμενο του σοφού γάλλου ακαδημαϊκού Μισέλ Σερ '' Εκπαιδεύοντας στον 21ο αιώνα'' ή «Η κοντοδαχτυλίτσα» που δημοσιεύτηκε στον Monde της προπερασμένης Κυριακής και το οποίο ζήτησα να φωτοτυπηθεί και να σας διανεμηθεί. Όσοι το έχετε ήδη διαβάσει δεν υπάρχει ανάγκη να με ακούσετε. Το προσυπογράφω και με τα δυο μου χέρια. Μπορείτε να φύγετε.
Αρχίζω λοιπόν.
Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως τις μέρες μας η ελληνική γλώσσα και η διδασκαλία της αποτέλεσε και αποτελεί πεδίο πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, γεγονός που δυσχέρανε και δυσχεραίνει ακόμα την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού συστήματος διδασκαλίας της το οποίο θα οδηγούσε στην επαρκή χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους Έλληνες μαθητές. Στενά δεμένη εδώ και αιώνες με την αρχαιοπληξία, την ιδεολογική χρήση της ιστορίας και την πνευματική κηδεμονία της εκκλησίας διαστρεβλώνεται και χρησιμοποιείται κατά το δοκούν από την εκάστοτε πολιτική και πνευματική ηγεσία ως το εθνικό μας παντεσπάνι. Γεγονός που έχει βέβαια μιαν ιστορική εξήγηση για μια μακρά περίοδο της συγκρότησης του ελληνικού κράτους αλλά δεν μπορεί να ισχύει ακόμα σήμερα που έχουμε εισέλθει για τα καλά στον 21ο αιώνα.
Στο πολύ σημαντικό βιβλίο της η Ρένα Σταυρίδου- Πατρικίου αναλύει τις ιδεολογικές διαδρομές που ακολούθησε η ελληνική κοινωνία στην πορεία της προς τη νεωτερικότητα από την εξόρμηση της δεκαετίας 1875-1885 ως την ανακατάταξη πραγμάτων και ιδεών που άρχισε να γίνεται κατά τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και τα πρώτα του 20ου.
"Πρόκειται για μια πορεία που είχε στόχο την εθνική, πολιτική και πολιτιστική ενότητα, αλλά και που κατά τη διάρκεια της προέκυψαν πολλές εσωτερικές συγκρούσεις, μια και το ζήτημα ήταν σε ποια ιδεολογική βάση θα γινόταν αυτή η ενότητα και ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα τη διαχειριζόταν. Οι φόβοι χρησιμοποιήθηκαν ως επιχειρήματα στις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις και, επειδή ήταν φόβοι που αφορούσαν την ακεραιότητα της συλλογικής ταυτότητας και, σε τελευταία ανάλυση, της ατομικής υπόστασης, ρίζωσαν σε μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού και διαπέρασαν κάθετα την κοινωνική διαστρωμάτωση. Η φθορά της γλώσσας, η αλλοίωση της θρησκείας, η αμφισβήτηση του παρελθόντος, ο ευτελισμός των ηθών, η βλάβη του εξαιρετικού -με την έννοια μοναδικού- πολιτισμού, καθώς και η υπονόμευση των παραδοσιακών ιεραρχιών που προκαλούσαν τα νεωτερικά πολιτικά συστήματα, θα συστήσουν το πλέγμα των φόβων αυτών.'' σ 32.
Αυτό το πλέγμα των φόβων δεν έχει ξεπεραστεί μέχρι τις μέρες μας κι αυτό δυστυχώς το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, σε κάθε έκφανση της ελληνικής κοινωνικής πολιτικής και πολιτιστικής ζωής εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου. Κι αυτό είναι κάτι που εμείς οι εκπαιδευτικοί το βλέπουμε να ξεφυτρώνει καθημερινά στη σχολική πραγματικότητα. Ανάμεσα στις αξίες που πρέπει να μεταδώσουμε στους μαθητές μας, κατά τον έλεγχο και το φιλτράρισμα της πληροφορίας που παρέχεται αφειδώς από τα μέσα ενημέρωσης και την κοινωνία, κατά την παιδαγωγική λειτουργία μας εντός και εκτός της τάξης. Η κοινωνία όλη μας κοιτάει με καχυποψία και αγανάκτηση, έτοιμη να μας λυντσάρει όταν αγγίζουμε μύθους, ιερά και όσια της φυλής.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου κόβει και ράβει κάθε φορά στα μέτρα της το περιεχόμενο της διδασκαλίας, εκδίδει βιβλία τα οποία μετά τα αποσύρει και τα καταχώνιαζει στις αποθήκες γιατί κάποιοι εθνοσωτήρες τα βρίσκουν βλαβερά για τη δημόσια υγεία. Μπουκώνει τη σκέψη των μαθητών με άχρηστες πληροφορίες και τους κρύβει καλά το ουσιώδες. Η σκέψη των μαθητών μας που έπρεπε να έχει φτερά για να πετάει δένεται με αλυσίδες και σέρνεται στις λάσπες της προγονοπληξίας, της ηθικολογίας και της σεμνοτυφίας. Κι όλα αυτά με το άλλοθι ότι είμαστε απόγονοι αρχαίων προγόνων που έδωσαν τα φώτα στην οικουμένη.
Είναι αλήθεια ότι έχουμε μια ιστορία μακραίωνη και βασανιστική, γεμάτη διαψεύσεις, πολέμους, κατακτητές και επικυρίαρχους. Η καχυποψία και ο φόβος απέναντι σ ό τι εκπροσωπεί την εξουσία και τους εκάστοτε κατακτητές και επικυρίαρχους είναι βαθιά ριζωμένη στην εθνική συνείδηση μέχρι σήμερα, τον 21ο αιώνα. Η νέα ελληνική γλώσσα χρειάζεται την διαρκή επίκληση και παρουσία της αρχαίας μητέρας μπροστά στην οποία υποκλίνεται όλος ο πολιτισμένος κόσμος. Οι μαθητές μας, σύμφωνα με τους κατά καιρούς έγκριτους φιλόλογους και συμβούλους του παιδαγωγικού ινστιτούτου πρέπει να μάθουν την αρχαία ελληνική για να μπορούν να μιλήσουν σωστά την νέα. Ώρες επί ωρών διδασκαλίας αρχαίων κειμένων από το πρωτότυπο για να μάθουν απαρέμφατα και μετοχές και τριτόκλιτα που θα οξύνουν υποτίθεται την κρίση και θα ακονίσουν τη σκέψη των νεαρών ελλήνων. Αποτέλεσμα ο μεγάλος ύπνος μετά την οδυνηρή στην πράξη διαπίστωση ότι ποτέ δεν πρόκειται να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Και δεν ανοίγουμε τα μάτια μας να δούμε ότι οι περιστάσεις καλώς ή κακώς έχουν αλλάξει.
''Το θέμα της γλώσσας ήταν επιβαρυμένο από έναν ισχυρό κοινωνικό συμβολισμό ο οποίος είχε κληρονομηθεί από τη μακρά παράδοση της αντίθεσης ανάμεσα στη γραπτή αττικίζουσα και την κοινή ομιλούμενη. Ο συμβολισμός αυτός δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί, όπως συνέβη στην αντίστοιχη περίπτωση της λατινικής απέναντι στις άλλες γλώσσες. Η λογοτεχνική ανάπτυξη την οποία γνώρισαν οι γλώσσες αυτές κατά την Αναγέννηση τους είχε δώσει κύρος και είχε εξαλείψει την κοινωνική δυσπιστία που προκαλούσε η λαϊκότητά τους. Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι ιδέες του Διαφωτισμού υποχώρησαν, μια και οι προβληματισμοί της ελληνικής κοινωνίας στράφηκαν πλέον γύρω από την πολιτική και διοικητική της συγκρότηση. Τα επίσημα έγγραφα συντάχτηκαν στη λόγια γλώσσα και επανήλθε, ισχυρότερη από ποτέ, η προκατάληψη για τη φθορά και την παρακμή που είχε υποστεί η λαϊκή γλώσσα από την ξένη κατάκτηση. Το νέο κράτος αναζήτησε στα αρχαία ελληνικά τις καινούργιες λέξεις που θα εξέφραζαν τις καινούργιες έννοιες. '' σ.114-115
Είναι πολλά τα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι αυτή η ιστορία συνεχίζεται με εμφανή ή κρυμμένη μορφή μέχρι τις μέρες μας γεγονός που κάνει την όλη κατάσταση πολύ πιο πολύπλοκη, αν αναλογιστεί κανείς την βίαιη εισβολή της τεχνολογίας και του διαδικτύου στη καθημερινή ζωή μας που έχει ως συνέπεια την οριστική επικράτηση των μειζόνων γλωσσών, γεγονός που μας βρίσκει να αναζητούμε ζαλισμένοι ως κράτος λύσεις σε ψηφιακές τάξεις, διαδραστικούς πίνακες και άλλα ηχηρά παρόμοια. Κι ενώ στο εσωτερικό της ελληνικής επικράτειας οι διαδραστικοί πίνακες και η τεχνολογία αποτελούν το άλλοθι του νέου ελληνικού σχολείου, την ίδια στιγμή βιβλία ιστορίας ρίχνονται στη εικονική φωτιά των μέσων ενημέρωσης και επιστημονικές γλωσσικές και ιστορικές απόψεις λοιδορούνται ως αντεθνικές από επίδοξους εθνικούς σωτήρες.
Είναι αλήθεια πως η πολύπλοκη αυτή κατάσταση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά όλες τις σύγχρονες κοινωνίες που αλλάζουν και μεταμορφώνονται με ταχύτητα ασύλληπτη προς ένα άδηλο μέλλον. Η εκπαίδευση στις μέρες μας αδυνατεί να τρέξει με αυτούς τους ρυθμούς γιατί είναι ένας θεσμός ιδιαιτέρως συντηρητικός σε μια κοινωνία. Αποτέλεσμα οι μαθητές μας διανύουν τεράστιες αποστάσεις μέσω των οπτικών ινών κι εμείς καθισμένοι στην έδρα μας κουνάμε το δάχτυλο επιμένοντας ότι το σ αγαπώ κι όλα τα ρήματα γράφονται με -ω και ότι η σύλληψη του Ιησού ήτο άμωμος.
Το θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται επιτακτικά σήμερα σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες είναι η μορφή που θα πάρει η εκπαίδευση στον αιώνα μας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα έχει καμιά σχέση με το παρελθόν. Κι όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε τόσο πιο εύκολα θα προσαρμοστούμε στη νέα εποχή. Και για μας τους εκπαιδευτικούς η πρώτη και επείγουσα ανάγκη είναι να κατέβουμε λίγο από την έδρα και από την νεφελοκοκκυγία μας και να γνωρίσουμε ποιοί είναι αυτοί οι νέοι μαθητές που καλούμαστε να διδάξουμε στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο στο Λύκειο και στο Πανεπιστήμιο.
Ο φιλόσοφος και μέλος της γαλλικής ακαδημαϊκός Μισέλ Σερ, στο κείμενο που προανέφερα και σαν έχει διανεμηθεί επιχειρεί αυτό που οι γάλλοι ονομάζουν etat de lieu με μια διαύγεια μοναδική σας παρουσιάζω λοιπόν εν συντομία το πρόσωπο του νέου μαθητή σύμφωνα με τον συγγραφέα ώστε να ξέρουμε ποιον διδάσκουμε.
"Αυτός ο νέος μαθητής, αυτή η νεαρή φοιτήτρια
-Δεν έχει δει ποτέ μοσχάρι, αγελάδα, γουρούνι, ή κλωσσόπουλο […] Δεν ζει πια συντροφιά με τα ζωντανά, δεν κατοικεί πια την ίδια Γη, δεν έχει πια την ίδια σχέση με τον κόσμο. Αυτή ή αυτός δεν θαυμάζει παρά μια αρκαδική φύση, αυτή της σχόλης και του τουρισμού.
-Κατοικεί στην πόλη. Κατοικεί σε ένα κόσμο ασφυκτικά γεμάτο.
-Το προσδόκιμο ζωής του έχει αγγίξει τα 80 χρόνια.
-Εδώ και εξήντα χρόνια, διάστημα μοναδικό για την ιστορία μας, αυτός ή αυτή δεν γνώρισαν τι σημαίνει πόλεμος, και σε λίγο ούτε η γενιά των ηγετών τους ή των καθηγητών τους θα γνωρίζει.
-Ενώ οι γονείς τους είχαν συλληφθεί στα τυφλά και κατά τύχη, η δική τους γέννηση ήταν προγραμματισμένη.
-Ενώ οι προκάτοχοι τους συγκεντρώνονταν σε τάξεις ή αμφιθέατρα μορφωτικά ομοιογενή, αυτοί σπουδάζουν μέσα σε ένα σύνολο όπου συνυπάρχουν από δω και στο εξής πολλές θρησκείες, γλώσσες, προελεύσεις και ήθη.
Προσωρινός απολογισμός 1: Ποια λογοτεχνία, ποια ιστορία θα καταλάβουν, μακάριοι, χωρίς να έχουν ζήσει την αγροτική ζωή, τα κατοικίδια ζωντανά, το θερισμό του καλοκαιριού, δέκα πολεμικές συρράξεις, νεκροταφεία, πληγωμένους, πεινασμένους, πατρίδα, ματωμένη σημαία, μνημεία νεκρών, χωρίς να έχουν δοκιμάζει τον πόνο, τη ζωτική ανάγκη μιας ηθικής.
Αυτοί οι νέοι μαθητές, αυτές οι νεαρές φοιτήτριες
-Δεν κατοικούν στον ίδιο χρόνο, ζούνε μια τελείως διαφορετική ιστορία.
-Έχουν διαμορφωθεί από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
-Έχουν διαμορφωθεί από τη διαφήμιση
-Τα μέσα ενημέρωσης έχουν εδώ και καιρό αναλάβει το έργο της διδασκαλίας.
-Δεν γνωρίζουν, δεν αφομοιώνουν, δεν συνθέτουν όπως εμείς οι προκάτοχοί τους. Δεν έχουν πια το ίδιο μυαλό.
-Με το κινητό τηλέφωνο έχουν πρόσβαση σε όλα τα πρόσωπα. Με το GPS σε όλους του τόπους, με το διαδίκτυο σε όλη τη γνώση. Κινούνται λοιπόν στον τοπολογικό χώρο της γειτνίασης ενώ εμείς κινούμαστε στο μετρήσιμο χώρο των αποστάσεων. Δεν κατοικούν λοιπόν στον ίδιο χώρο.
Προσωρινός απολογισμός 2. Χωρίς να το καταλάβουμε ένα καινούργιο είδους ανθρώπου έχει γεννηθεί, μέσα σ ένα πολύ μικρό μεσοδιάστημα, αυτό που μας χωρίζει από τη δεκαετία του 70. Αυτή η αυτός δεν έχουν το ίδιο σώμα, το ίδιο προσδόκιμο ζωής, δεν επικοινωνούν με τον ίδιο τρόπο, δεν συλλαμβάνουν τον ίδιο κόσμο, δεν ζουν πια στην ίδια φύση, δεν κατοικούν πια στον ίδιο χώρο. Γεννιούνται με επισκληρίδιο, με προγραμματισμένη γέννηση, δεν φοβούνται πια, με τις καταπραϋντικές ενέσεις, τον ίδιο θάνατο. Μη έχοντας πια το ίδιο μυαλό με τους γονείς τους, αυτός ή αυτή γνωρίζουν αλλιώς.
Αυτός ο νέος μαθητής, αυτή η νεαρή φοιτήτρια
γράφει διαφορετικά. Βλέποντας τους, με θαυμασμό, να στέλνουν, πιο γρήγορα απ όσο θα μπορούσα ποτέ να το κάνω με τα χοντροδάκτυλά μου, να στέλνουν, λέω SMS με τα δύο δάκτυλα, τους βάφτισα, με τη μεγαλύτερη τρυφερότητα που μπορεί να εκφράσει ένας πάππους, Κοντοδαχτυλάκη και κοντοδαχτυλίτσα. Να λοιπόν το όνομα τους, πολύ πιο όμορφο από την ψευδό-σοφή λέξη δαχτυλογράφος.
Δεν μιλάνε πια την ίδια γλώσσα. Από την εποχή του Ρισελιέ, η Γαλλική Ακαδημία δημοσιεύει κάθε είκοσι χρόνια, ως λεξικό αναφοράς, το λεξικό της γλώσσας μας. Τους προηγούμενους αιώνες, η διαφορά ανάμεσα σε δύο δημοσιεύσεις περιοριζόταν γύρω στις 4 με 5.000 λέξεις, αριθμός πάνω-κάτω σταθερός. Ανάμεσα στην προηγούμενη έκδοση και στην επερχόμενη ο αριθμός ανέρχεται στις 30.000 λέξεις περίπου. Με αυτό το ρυθμό, μπορούμε να υποθέσουμε ότι πολύ γρήγορα, οι διάδοχοί μας θα βρεθούν, αύριο, να τους χωρίζει η ίδια απόσταση από τη γλώσσα μας, μ αυτή που χωρίζει εμάς σήμερα από τα αρχαία γαλλικά όπως τα έγραφε ο Κρετιέν ντε Τρουά. Αυτή η μεταβολή είναι μια περίπου φωτογραφική ένδειξη των αλλαγών που περιέγραψα. Αυτή η τεράστια διαφορά, που αφορά όλες τις γλώσσες, οφείλεται, κατά ένα μέρος, στη ρήξη ανάμεσα στα επαγγέλματα των προηγούμενων χρόνων και αυτών του σήμερα. Η Κοντοδαχτυλίτσα και ο φίλος της δεν θα εξασκούν τα ίδια επαγγέλματα. Η γλώσσα άλλαξε, ο μόχθος άλλαξε."
Και στο τέλος του κειμένου του ο ογδοντάχρονος Μισέλ Σερ στέλνει το δικό του sms με τα χοντροδάχτυλα του.
«Θα ήθελα να είμαι δεκαοκτώ χρονών, να έχω την ηλικία του κοντοδαχτυλάκη, της κοντοδαχτυλίτσας, μιας και όλα είναι να ξαναγίνουν από την αρχή, μιας και όλα μένουν να επινοηθούν. Θέλω η ζωή να μου χαρίσει λίγο χρόνο για να συνεχίσω να δουλεύω παρέα μ΄αυτούς τους Μικρούς, στους οποίους αφιέρωσα τη ζωή μου, γιατί τους αγάπησα πάντα μ΄όλο μου το σεβασμό.»
Αγαπητοί συνάδελφοι
Σε έναν κόσμο ο οποίος μεταμορφώνεται από τη μια στιγμή στην άλλη, σε έναν κόσμο στον οποίο η επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία της μάθησης αντικαθίσταται από την κατάρτιση και την επιμόρφωση, το σχολείο από τα μέσα ενημέρωσης και την επιχείρηση, σ' έναν κόσμο που η ιστορία χάνει το βάθος και την αξία της, η ελληνική γλώσσα σέρνοντας πίσω όλες τις δυσκολίες του παρελθόντος της προσπαθεί να γίνει μια γλώσσα σαν όλες τις άλλες: Μετρήσιμη και διδάξιμη, ενταγμένη στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς για τις γλώσσες που εξορίζει τις πολιτισμικές διαφορές και προάγει την ομογενοποίηση. Θα τα καταφέρει; Θα αλλοιωθεί; Θα βρει τον εαυτό της; Και το πιο βασανιστικό ερώτημα που αφορά άμεσα όλους εμάς : μέσα σ’αυτή την κοσμογονία, τι μπορεί να κάνει ο κάθε ευαίσθητος εκπαιδευτικός που διανυκτερεύει διορθώνοντας και επανορθώνοντας νύχτα τη νύχτα τη χαμένη τιμή της ελληνικής γλώσσας;
SMS
εγώ : Ki an i eliniki glosa alaze morfi
pios apo mas tha itan etimos
na to apodextei, Petit Poucet?
Petit Poucet : :-)
Πρώτη παρατήρηση. Είναι γνωστό και πολυακουσμένο το ιστορικό ανέκδοτο με τη Μαρία Αντουανέτα. Όταν την πληροφόρησαν ότι ο λαός δεν έχει ψωμί να φάει εκείνη έδωσε την εκ πρώτης όψεως αφελή αλλά όχι αθώα απάντηση “ας φάει παντεσπάνι”. Στην ελληνική περίπτωση το προτεινόμενο από κάθε πολιτική εξουσία παντεσπάνι υπήρξε η ελληνική γλώσσα. Και τι παντεσπάνι : φτιαγμένο από σπουδαία παπαρηγοπούλεια υλικά που τα θαυμάζει –όλο και λιγότερο είναι αλήθεια- όλη η ανθρωπότης : αρχαίο ελληνικό αλεύρι, ελληνιστική Κοινή ζάχαρη και βυζαντινό αγιογραφικό ασπράδι αυγών. Η ελληνική γλώσσα-παντεσπάνι απ' ό τι φαίνεται τελικά μπορεί να συμβάλει αποτελεσματικά στη λύση του οικονομικού προβλήματος της χώρας μας. Έθρεψε μέχρι τώρα τη Μεγάλη Ιδέα που είχε το έθνος για το εαυτό του με την επί έτη μαξιμαλιστική πολιτική του για τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής μητέρας γλώσσας και της νέας ελληνικής κόρης, καιρός να εξοικονομηθούν διδάσκοντες, ώρες διδασκαλίας και κονδύλια για να σωθεί το κράτος από την πτώχευση. Ποιας πτώχευσης; Να φας τη γλώσσα σου θα μου πείτε. Θα την φάω λοιπόν.
Δεύτερη παρατήρηση. Τα δύο τελευταία χρόνια, όλοι εμείς που αποσπαστήκαμε για να διδάξουμε την νέα ελληνική στο εξωτερικό βρισκόμαστε σε δεινή κοινωνική, οικονομική και οικογενειακή κατάσταση διότι το ελληνικό κράτος αποφάσισε Να φάμε τη γλώσσα μας. Μια αγανακτισμένη σιωπή και ένα αίσθημα ενοχής κρατάει το στόμα μας κλειστό. Αγανακτισμένη σιωπή γιατί όσα λείπουν από τα δημόσια ταμεία δεν τα φάγαμε όλοι μαζί και αίσθημα ενοχής γιατί εμμέσως πλην σαφώς υπονοείται ότι δεν κάναμε καλά τη δουλειά μας, ότι κοροϊδεύαμε τόσο καιρό τον κόσμο, ότι κάναμε πληρωμένες διακοπές στην εσπερία και άλλα παρόμοια. Αίσθημα ενοχής γιατί τελειώσαμε μια πανεπιστημιακή σχολή, διοριστήκαμε στην εκπαίδευση ως δημόσιοι λειτουργοί, υπερασπιστήκαμε το δημόσιο χαρακτήρα του λειτουργήματος μας με 3,60, διασυρθήκαμε επανειλημμένως δημοσίως και ιδιωτικώς, διαπομπευτήκαμε αρκούντως σε κάθε μας διαμαρτυρία και τελικώς βάλαμε την ουρά στα σκέλια, δαρμένοι σκύλοι, που αλυχτούσαν νυχθημερόν για την παιδεία, το κοινό αγαθό. Όλοι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν για το τι συμβαίνει σήμερα στον κόσμο όλο και ευελπιστούν να λύσουν το μεγάλο πρόβλημα της εκπαίδευσης σήμερα με κάποια μερεμέτια. Αθάνατη ελληνική μαστορική.
Αυτά τα ολίγα για τον τίτλο της εισήγησης.
Και σας δίνω το στίγμα μου για να συνεννοηθούμε καλύτερα.
Λέγομαι Γιάννης Κατσάνος, γεννήθηκα στην Ελλάδα, στην Αθήνα, το 1961. Αν και έχω ελληνική υπηκοότητα δεν είμαι έλληνας. Δεν έχω καμιά σχέση αίματος ή καταγωγής με τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Αισχύλο. Ούτε κι αυτοί με μένα. Μητρική μου γλώσσα η νέα ελληνική. Μια γλώσσα σαν όλες τις άλλες. Γνώρισα τον κόσμο μέσα απ αυτήν. Διατύπωσα τη σκέψη μου σ αυτήν, τα πρώτα και τα ύστερα σ αγαπώ της ζωής μου. Σ αυτή τη γλώσσα μάλωσα τα παιδιά μου, δίδαξα επί 23 χρόνια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση τους μαθητές μου, στη γλώσσα αυτή τσακώθηκα με τους συναδέλφους μου. Πάλεψα μαζί της. Και παλεύω ακόμα. Όπως όλοι όσοι γεννηθήκαμε στις αμμουδιές του Ομήρου κι έτυχε -το υπογραμμίζω- ΕΤΥΧΕ να μιλάμε την ίδια γλώσσα.
Δεν είμαι έλληνας. Όμως έχω κάτι να σας πω. Στα νέα ελληνικά. Για τα νέα ελληνικά. Κάτι που μας αφορά όλους, έλληνες και μη. Όλους εμάς τους εράσμιους πολίτες αυτού του κόσμου που τον κρατάμε ακόμα στα χέρια μας με νύχια και με δόντια και δεν λέμε να τον παραδώσουμε στους νόμιμους κληρονόμους της γενιάς του ΙΝΤΕΡΝΕΤ και του FACEBOOK.
Ο τι θα πω δεν είναι πρωτότυπο. Έχει ειπωθεί με σαφήνεια και ακρίβεια από δασκάλους και μελετητές ικανούς και ευαίσθητους. Τα δύο κείμενα στα οποία θα αναφέρομαι συνέχεια είναι το σπουδαίο βιβλίο της Ρένας Σταυρίδου- Πατρικίου ''Οι φόβοι ενός έθνους'', βιβλίο του 2009, και το κείμενο του σοφού γάλλου ακαδημαϊκού Μισέλ Σερ '' Εκπαιδεύοντας στον 21ο αιώνα'' ή «Η κοντοδαχτυλίτσα» που δημοσιεύτηκε στον Monde της προπερασμένης Κυριακής και το οποίο ζήτησα να φωτοτυπηθεί και να σας διανεμηθεί. Όσοι το έχετε ήδη διαβάσει δεν υπάρχει ανάγκη να με ακούσετε. Το προσυπογράφω και με τα δυο μου χέρια. Μπορείτε να φύγετε.
Αρχίζω λοιπόν.
Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους έως τις μέρες μας η ελληνική γλώσσα και η διδασκαλία της αποτέλεσε και αποτελεί πεδίο πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, γεγονός που δυσχέρανε και δυσχεραίνει ακόμα την ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού συστήματος διδασκαλίας της το οποίο θα οδηγούσε στην επαρκή χρήση της ελληνικής γλώσσας από τους Έλληνες μαθητές. Στενά δεμένη εδώ και αιώνες με την αρχαιοπληξία, την ιδεολογική χρήση της ιστορίας και την πνευματική κηδεμονία της εκκλησίας διαστρεβλώνεται και χρησιμοποιείται κατά το δοκούν από την εκάστοτε πολιτική και πνευματική ηγεσία ως το εθνικό μας παντεσπάνι. Γεγονός που έχει βέβαια μιαν ιστορική εξήγηση για μια μακρά περίοδο της συγκρότησης του ελληνικού κράτους αλλά δεν μπορεί να ισχύει ακόμα σήμερα που έχουμε εισέλθει για τα καλά στον 21ο αιώνα.
Στο πολύ σημαντικό βιβλίο της η Ρένα Σταυρίδου- Πατρικίου αναλύει τις ιδεολογικές διαδρομές που ακολούθησε η ελληνική κοινωνία στην πορεία της προς τη νεωτερικότητα από την εξόρμηση της δεκαετίας 1875-1885 ως την ανακατάταξη πραγμάτων και ιδεών που άρχισε να γίνεται κατά τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα και τα πρώτα του 20ου.
"Πρόκειται για μια πορεία που είχε στόχο την εθνική, πολιτική και πολιτιστική ενότητα, αλλά και που κατά τη διάρκεια της προέκυψαν πολλές εσωτερικές συγκρούσεις, μια και το ζήτημα ήταν σε ποια ιδεολογική βάση θα γινόταν αυτή η ενότητα και ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα τη διαχειριζόταν. Οι φόβοι χρησιμοποιήθηκαν ως επιχειρήματα στις πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις και, επειδή ήταν φόβοι που αφορούσαν την ακεραιότητα της συλλογικής ταυτότητας και, σε τελευταία ανάλυση, της ατομικής υπόστασης, ρίζωσαν σε μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού και διαπέρασαν κάθετα την κοινωνική διαστρωμάτωση. Η φθορά της γλώσσας, η αλλοίωση της θρησκείας, η αμφισβήτηση του παρελθόντος, ο ευτελισμός των ηθών, η βλάβη του εξαιρετικού -με την έννοια μοναδικού- πολιτισμού, καθώς και η υπονόμευση των παραδοσιακών ιεραρχιών που προκαλούσαν τα νεωτερικά πολιτικά συστήματα, θα συστήσουν το πλέγμα των φόβων αυτών.'' σ 32.
Αυτό το πλέγμα των φόβων δεν έχει ξεπεραστεί μέχρι τις μέρες μας κι αυτό δυστυχώς το διαπιστώνουμε κάθε μέρα, σε κάθε έκφανση της ελληνικής κοινωνικής πολιτικής και πολιτιστικής ζωής εντός και εκτός του ελλαδικού χώρου. Κι αυτό είναι κάτι που εμείς οι εκπαιδευτικοί το βλέπουμε να ξεφυτρώνει καθημερινά στη σχολική πραγματικότητα. Ανάμεσα στις αξίες που πρέπει να μεταδώσουμε στους μαθητές μας, κατά τον έλεγχο και το φιλτράρισμα της πληροφορίας που παρέχεται αφειδώς από τα μέσα ενημέρωσης και την κοινωνία, κατά την παιδαγωγική λειτουργία μας εντός και εκτός της τάξης. Η κοινωνία όλη μας κοιτάει με καχυποψία και αγανάκτηση, έτοιμη να μας λυντσάρει όταν αγγίζουμε μύθους, ιερά και όσια της φυλής.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου κόβει και ράβει κάθε φορά στα μέτρα της το περιεχόμενο της διδασκαλίας, εκδίδει βιβλία τα οποία μετά τα αποσύρει και τα καταχώνιαζει στις αποθήκες γιατί κάποιοι εθνοσωτήρες τα βρίσκουν βλαβερά για τη δημόσια υγεία. Μπουκώνει τη σκέψη των μαθητών με άχρηστες πληροφορίες και τους κρύβει καλά το ουσιώδες. Η σκέψη των μαθητών μας που έπρεπε να έχει φτερά για να πετάει δένεται με αλυσίδες και σέρνεται στις λάσπες της προγονοπληξίας, της ηθικολογίας και της σεμνοτυφίας. Κι όλα αυτά με το άλλοθι ότι είμαστε απόγονοι αρχαίων προγόνων που έδωσαν τα φώτα στην οικουμένη.
Είναι αλήθεια ότι έχουμε μια ιστορία μακραίωνη και βασανιστική, γεμάτη διαψεύσεις, πολέμους, κατακτητές και επικυρίαρχους. Η καχυποψία και ο φόβος απέναντι σ ό τι εκπροσωπεί την εξουσία και τους εκάστοτε κατακτητές και επικυρίαρχους είναι βαθιά ριζωμένη στην εθνική συνείδηση μέχρι σήμερα, τον 21ο αιώνα. Η νέα ελληνική γλώσσα χρειάζεται την διαρκή επίκληση και παρουσία της αρχαίας μητέρας μπροστά στην οποία υποκλίνεται όλος ο πολιτισμένος κόσμος. Οι μαθητές μας, σύμφωνα με τους κατά καιρούς έγκριτους φιλόλογους και συμβούλους του παιδαγωγικού ινστιτούτου πρέπει να μάθουν την αρχαία ελληνική για να μπορούν να μιλήσουν σωστά την νέα. Ώρες επί ωρών διδασκαλίας αρχαίων κειμένων από το πρωτότυπο για να μάθουν απαρέμφατα και μετοχές και τριτόκλιτα που θα οξύνουν υποτίθεται την κρίση και θα ακονίσουν τη σκέψη των νεαρών ελλήνων. Αποτέλεσμα ο μεγάλος ύπνος μετά την οδυνηρή στην πράξη διαπίστωση ότι ποτέ δεν πρόκειται να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων. Και δεν ανοίγουμε τα μάτια μας να δούμε ότι οι περιστάσεις καλώς ή κακώς έχουν αλλάξει.
''Το θέμα της γλώσσας ήταν επιβαρυμένο από έναν ισχυρό κοινωνικό συμβολισμό ο οποίος είχε κληρονομηθεί από τη μακρά παράδοση της αντίθεσης ανάμεσα στη γραπτή αττικίζουσα και την κοινή ομιλούμενη. Ο συμβολισμός αυτός δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί, όπως συνέβη στην αντίστοιχη περίπτωση της λατινικής απέναντι στις άλλες γλώσσες. Η λογοτεχνική ανάπτυξη την οποία γνώρισαν οι γλώσσες αυτές κατά την Αναγέννηση τους είχε δώσει κύρος και είχε εξαλείψει την κοινωνική δυσπιστία που προκαλούσε η λαϊκότητά τους. Με την ίδρυση του ελληνικού κράτους οι ιδέες του Διαφωτισμού υποχώρησαν, μια και οι προβληματισμοί της ελληνικής κοινωνίας στράφηκαν πλέον γύρω από την πολιτική και διοικητική της συγκρότηση. Τα επίσημα έγγραφα συντάχτηκαν στη λόγια γλώσσα και επανήλθε, ισχυρότερη από ποτέ, η προκατάληψη για τη φθορά και την παρακμή που είχε υποστεί η λαϊκή γλώσσα από την ξένη κατάκτηση. Το νέο κράτος αναζήτησε στα αρχαία ελληνικά τις καινούργιες λέξεις που θα εξέφραζαν τις καινούργιες έννοιες. '' σ.114-115
Είναι πολλά τα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι αυτή η ιστορία συνεχίζεται με εμφανή ή κρυμμένη μορφή μέχρι τις μέρες μας γεγονός που κάνει την όλη κατάσταση πολύ πιο πολύπλοκη, αν αναλογιστεί κανείς την βίαιη εισβολή της τεχνολογίας και του διαδικτύου στη καθημερινή ζωή μας που έχει ως συνέπεια την οριστική επικράτηση των μειζόνων γλωσσών, γεγονός που μας βρίσκει να αναζητούμε ζαλισμένοι ως κράτος λύσεις σε ψηφιακές τάξεις, διαδραστικούς πίνακες και άλλα ηχηρά παρόμοια. Κι ενώ στο εσωτερικό της ελληνικής επικράτειας οι διαδραστικοί πίνακες και η τεχνολογία αποτελούν το άλλοθι του νέου ελληνικού σχολείου, την ίδια στιγμή βιβλία ιστορίας ρίχνονται στη εικονική φωτιά των μέσων ενημέρωσης και επιστημονικές γλωσσικές και ιστορικές απόψεις λοιδορούνται ως αντεθνικές από επίδοξους εθνικούς σωτήρες.
Είναι αλήθεια πως η πολύπλοκη αυτή κατάσταση δεν αφορά μόνο την Ελλάδα αλλά όλες τις σύγχρονες κοινωνίες που αλλάζουν και μεταμορφώνονται με ταχύτητα ασύλληπτη προς ένα άδηλο μέλλον. Η εκπαίδευση στις μέρες μας αδυνατεί να τρέξει με αυτούς τους ρυθμούς γιατί είναι ένας θεσμός ιδιαιτέρως συντηρητικός σε μια κοινωνία. Αποτέλεσμα οι μαθητές μας διανύουν τεράστιες αποστάσεις μέσω των οπτικών ινών κι εμείς καθισμένοι στην έδρα μας κουνάμε το δάχτυλο επιμένοντας ότι το σ αγαπώ κι όλα τα ρήματα γράφονται με -ω και ότι η σύλληψη του Ιησού ήτο άμωμος.
Το θεμελιώδες ερώτημα που τίθεται επιτακτικά σήμερα σε όλες τις σύγχρονες κοινωνίες είναι η μορφή που θα πάρει η εκπαίδευση στον αιώνα μας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα έχει καμιά σχέση με το παρελθόν. Κι όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε τόσο πιο εύκολα θα προσαρμοστούμε στη νέα εποχή. Και για μας τους εκπαιδευτικούς η πρώτη και επείγουσα ανάγκη είναι να κατέβουμε λίγο από την έδρα και από την νεφελοκοκκυγία μας και να γνωρίσουμε ποιοί είναι αυτοί οι νέοι μαθητές που καλούμαστε να διδάξουμε στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο στο Λύκειο και στο Πανεπιστήμιο.
Ο φιλόσοφος και μέλος της γαλλικής ακαδημαϊκός Μισέλ Σερ, στο κείμενο που προανέφερα και σαν έχει διανεμηθεί επιχειρεί αυτό που οι γάλλοι ονομάζουν etat de lieu με μια διαύγεια μοναδική σας παρουσιάζω λοιπόν εν συντομία το πρόσωπο του νέου μαθητή σύμφωνα με τον συγγραφέα ώστε να ξέρουμε ποιον διδάσκουμε.
"Αυτός ο νέος μαθητής, αυτή η νεαρή φοιτήτρια
-Δεν έχει δει ποτέ μοσχάρι, αγελάδα, γουρούνι, ή κλωσσόπουλο […] Δεν ζει πια συντροφιά με τα ζωντανά, δεν κατοικεί πια την ίδια Γη, δεν έχει πια την ίδια σχέση με τον κόσμο. Αυτή ή αυτός δεν θαυμάζει παρά μια αρκαδική φύση, αυτή της σχόλης και του τουρισμού.
-Κατοικεί στην πόλη. Κατοικεί σε ένα κόσμο ασφυκτικά γεμάτο.
-Το προσδόκιμο ζωής του έχει αγγίξει τα 80 χρόνια.
-Εδώ και εξήντα χρόνια, διάστημα μοναδικό για την ιστορία μας, αυτός ή αυτή δεν γνώρισαν τι σημαίνει πόλεμος, και σε λίγο ούτε η γενιά των ηγετών τους ή των καθηγητών τους θα γνωρίζει.
-Ενώ οι γονείς τους είχαν συλληφθεί στα τυφλά και κατά τύχη, η δική τους γέννηση ήταν προγραμματισμένη.
-Ενώ οι προκάτοχοι τους συγκεντρώνονταν σε τάξεις ή αμφιθέατρα μορφωτικά ομοιογενή, αυτοί σπουδάζουν μέσα σε ένα σύνολο όπου συνυπάρχουν από δω και στο εξής πολλές θρησκείες, γλώσσες, προελεύσεις και ήθη.
Προσωρινός απολογισμός 1: Ποια λογοτεχνία, ποια ιστορία θα καταλάβουν, μακάριοι, χωρίς να έχουν ζήσει την αγροτική ζωή, τα κατοικίδια ζωντανά, το θερισμό του καλοκαιριού, δέκα πολεμικές συρράξεις, νεκροταφεία, πληγωμένους, πεινασμένους, πατρίδα, ματωμένη σημαία, μνημεία νεκρών, χωρίς να έχουν δοκιμάζει τον πόνο, τη ζωτική ανάγκη μιας ηθικής.
Αυτοί οι νέοι μαθητές, αυτές οι νεαρές φοιτήτριες
-Δεν κατοικούν στον ίδιο χρόνο, ζούνε μια τελείως διαφορετική ιστορία.
-Έχουν διαμορφωθεί από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης
-Έχουν διαμορφωθεί από τη διαφήμιση
-Τα μέσα ενημέρωσης έχουν εδώ και καιρό αναλάβει το έργο της διδασκαλίας.
-Δεν γνωρίζουν, δεν αφομοιώνουν, δεν συνθέτουν όπως εμείς οι προκάτοχοί τους. Δεν έχουν πια το ίδιο μυαλό.
-Με το κινητό τηλέφωνο έχουν πρόσβαση σε όλα τα πρόσωπα. Με το GPS σε όλους του τόπους, με το διαδίκτυο σε όλη τη γνώση. Κινούνται λοιπόν στον τοπολογικό χώρο της γειτνίασης ενώ εμείς κινούμαστε στο μετρήσιμο χώρο των αποστάσεων. Δεν κατοικούν λοιπόν στον ίδιο χώρο.
Προσωρινός απολογισμός 2. Χωρίς να το καταλάβουμε ένα καινούργιο είδους ανθρώπου έχει γεννηθεί, μέσα σ ένα πολύ μικρό μεσοδιάστημα, αυτό που μας χωρίζει από τη δεκαετία του 70. Αυτή η αυτός δεν έχουν το ίδιο σώμα, το ίδιο προσδόκιμο ζωής, δεν επικοινωνούν με τον ίδιο τρόπο, δεν συλλαμβάνουν τον ίδιο κόσμο, δεν ζουν πια στην ίδια φύση, δεν κατοικούν πια στον ίδιο χώρο. Γεννιούνται με επισκληρίδιο, με προγραμματισμένη γέννηση, δεν φοβούνται πια, με τις καταπραϋντικές ενέσεις, τον ίδιο θάνατο. Μη έχοντας πια το ίδιο μυαλό με τους γονείς τους, αυτός ή αυτή γνωρίζουν αλλιώς.
Αυτός ο νέος μαθητής, αυτή η νεαρή φοιτήτρια
γράφει διαφορετικά. Βλέποντας τους, με θαυμασμό, να στέλνουν, πιο γρήγορα απ όσο θα μπορούσα ποτέ να το κάνω με τα χοντροδάκτυλά μου, να στέλνουν, λέω SMS με τα δύο δάκτυλα, τους βάφτισα, με τη μεγαλύτερη τρυφερότητα που μπορεί να εκφράσει ένας πάππους, Κοντοδαχτυλάκη και κοντοδαχτυλίτσα. Να λοιπόν το όνομα τους, πολύ πιο όμορφο από την ψευδό-σοφή λέξη δαχτυλογράφος.
Δεν μιλάνε πια την ίδια γλώσσα. Από την εποχή του Ρισελιέ, η Γαλλική Ακαδημία δημοσιεύει κάθε είκοσι χρόνια, ως λεξικό αναφοράς, το λεξικό της γλώσσας μας. Τους προηγούμενους αιώνες, η διαφορά ανάμεσα σε δύο δημοσιεύσεις περιοριζόταν γύρω στις 4 με 5.000 λέξεις, αριθμός πάνω-κάτω σταθερός. Ανάμεσα στην προηγούμενη έκδοση και στην επερχόμενη ο αριθμός ανέρχεται στις 30.000 λέξεις περίπου. Με αυτό το ρυθμό, μπορούμε να υποθέσουμε ότι πολύ γρήγορα, οι διάδοχοί μας θα βρεθούν, αύριο, να τους χωρίζει η ίδια απόσταση από τη γλώσσα μας, μ αυτή που χωρίζει εμάς σήμερα από τα αρχαία γαλλικά όπως τα έγραφε ο Κρετιέν ντε Τρουά. Αυτή η μεταβολή είναι μια περίπου φωτογραφική ένδειξη των αλλαγών που περιέγραψα. Αυτή η τεράστια διαφορά, που αφορά όλες τις γλώσσες, οφείλεται, κατά ένα μέρος, στη ρήξη ανάμεσα στα επαγγέλματα των προηγούμενων χρόνων και αυτών του σήμερα. Η Κοντοδαχτυλίτσα και ο φίλος της δεν θα εξασκούν τα ίδια επαγγέλματα. Η γλώσσα άλλαξε, ο μόχθος άλλαξε."
Και στο τέλος του κειμένου του ο ογδοντάχρονος Μισέλ Σερ στέλνει το δικό του sms με τα χοντροδάχτυλα του.
«Θα ήθελα να είμαι δεκαοκτώ χρονών, να έχω την ηλικία του κοντοδαχτυλάκη, της κοντοδαχτυλίτσας, μιας και όλα είναι να ξαναγίνουν από την αρχή, μιας και όλα μένουν να επινοηθούν. Θέλω η ζωή να μου χαρίσει λίγο χρόνο για να συνεχίσω να δουλεύω παρέα μ΄αυτούς τους Μικρούς, στους οποίους αφιέρωσα τη ζωή μου, γιατί τους αγάπησα πάντα μ΄όλο μου το σεβασμό.»
Αγαπητοί συνάδελφοι
Σε έναν κόσμο ο οποίος μεταμορφώνεται από τη μια στιγμή στην άλλη, σε έναν κόσμο στον οποίο η επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία της μάθησης αντικαθίσταται από την κατάρτιση και την επιμόρφωση, το σχολείο από τα μέσα ενημέρωσης και την επιχείρηση, σ' έναν κόσμο που η ιστορία χάνει το βάθος και την αξία της, η ελληνική γλώσσα σέρνοντας πίσω όλες τις δυσκολίες του παρελθόντος της προσπαθεί να γίνει μια γλώσσα σαν όλες τις άλλες: Μετρήσιμη και διδάξιμη, ενταγμένη στο ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς για τις γλώσσες που εξορίζει τις πολιτισμικές διαφορές και προάγει την ομογενοποίηση. Θα τα καταφέρει; Θα αλλοιωθεί; Θα βρει τον εαυτό της; Και το πιο βασανιστικό ερώτημα που αφορά άμεσα όλους εμάς : μέσα σ’αυτή την κοσμογονία, τι μπορεί να κάνει ο κάθε ευαίσθητος εκπαιδευτικός που διανυκτερεύει διορθώνοντας και επανορθώνοντας νύχτα τη νύχτα τη χαμένη τιμή της ελληνικής γλώσσας;
SMS
εγώ : Ki an i eliniki glosa alaze morfi
pios apo mas tha itan etimos
na to apodextei, Petit Poucet?
Petit Poucet : :-)
Ioannis Katsanos (maitre d’enseignement, U.L.B),"S'ils n'ont plus de pain, donnez leur langue : une politique maximaliste d'une langue qui se nourrit de ses chairs", L`Avenir de l` Union Européenne : Stratégies et Perspectives pour l`Education, 20e Séminaire Bruxelles de la Comission Européenne - Direction Générale “Communication”, 18 mars 2011.