Το τελευταίο μάθημα μουσικής του Τσενγκ Λιεν
Αναπτύσσω έναν παλιό μύθο. Τον διάβασα σε μια φιλολογική υποσημείωση που οφείλεται στον Τσανγκ Φου-Ζουέ στη σελίδα 432 του δεύτερου τόμου του Χρονικού των Μανδαρίνων. Η γαλλική μετάφραση του βιβλίου του Βου Κινγκ-Τσε[1] κυκλοφόρησε το 1976. Υφαίνω λοιπόν όνειρα και στοχασμούς γύρω από το μύθο του Πο Για. Επινοώ διαλόγους και αναμνήσεις. Αλλά η τελική σκηνή παραμένει αυτούσια αυτή του μύθου. Είναι το ύστατο μάθημα του Τσενγκ Λιέν που με γοητεύει. Τα ονόματα των Πο Για, Φανγκ Τσεου-Τσουέν, Τσενγκ Λιέν είναι ονόματα πραγματικών προσώπων. Ο Τσενγκ Λιεν έζησε την εποχή των Ανοίξεων και των Φθινοπώρων (722-481 π.Χ).Υπήρξε ο δάσκαλος του Πιο-Μεγάλου-Μουσικού-Του-Κόσμου. Οι αρχαίοι κινέζοι λόγιοι είχαν δώσει στον Πο Για το όνομα-τίτλο του «Πιο-Μεγάλου-Μουσικού-Του-Κόσμου». Σύμφωνα με τη συλλογή Γιου-φου κιαϊ-τι, ο Πο Για είχε ήδη αφιερωθεί στη μελέτη του λαούτου γύρω στα πέντε χρόνια, και στη μελέτη της τρίχορδης κιθάρας γύρω στα τέσσερα χρόνια πριν ζητήσει από τον Τσενγκ Λιέν να τον δεχτεί ως μαθητή του. Ο Τσενγκ Λιεν τον άκουσε, τον δέχτηκε μεταξύ των μαθητών του και τον καθοδήγησε στη μελέτη του για τρία ολόκληρα χρόνια. Ένα πρωί, πριν την αυγή, ο Τσενγκ Λιεν αναζήτησε τον Πο Για και του ζήτησε να έρθει να τον συναντήσει στην Αίθουσα των μουσικών οργάνων. Ο Τσενγκ Λιεν καθόταν γονατιστός, με ένα λαδοφάναρο στα αριστερά του, παραμένοντας σιωπηλός.
-Δώστε μου το λαούτο σας, είπε ξαφνικά στον Πο Για
Ο Πο Για χαιρέτησε και του έδωσε το λαούτο.
-Ακούστε αυτόν τον ήχο! του είπε ο Τσενγκ Λιεν και κραδαίνοντας το λαούτο πάνω από το κεφάλι του το συνέθλιψε πετώντας το στο χώμα.
-Αυτός είναι ο ήχος του λαούτου, είπε ο Τσενγκ Λιεν.
Ήταν ένα λαούτο επτακοσίων χρόνων (χρονολογούνταν στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας προ Χριστού).
Ο Πο Για υποκλίθηκε και χαιρέτισε τρείς φορές.
-Δώστε μου την τρίχορδη κιθάρα σας, του ζήτησε ο Τσενγκ Λιεν.
Ο Πο Για του έδωσε την κιθάρα.
-Ακούστε αυτόν τον ήχο ! του είπε ο Τσενγκ Λιεν.
Έβαλε την κιθάρα μπροστά του, σηκώθηκε όρθιος και πήδηξε πάνω της ποδοπατώντας την για πολλή ώρα.
Ο Πο Για ξέσπασε σε δάκρυα βλέποντας τα σπασμένα μουσικά όργανα να γίνονται κομματάκια κάτω από τα ελαφρά πέδιλα του δασκάλου. Ύστερα ο Τσενγκ Λιεν έσπρωξε με τα πόδια του τα απομεινάρια των μουσικών οργάνων προς τον Πο Για λέγοντάς του:
-Τώρα, βάλτε λοιπόν λίγο απ’αυτό το συναίσθημα στον τρόπο που παίζετε τη μουσική σας !
*
Ο νεαρός Πο Για ήταν απαρηγόρητος. Δεν του είχαν μείνει παρά λίγες δεκάρες. Είχε χάσει τα μουσικά του όργανα. Κατά τη διάρκεια ενός μήνα και μέχρι να γεμίσει το φεγγάρι αρνιόταν να φάει και αναρωτιόταν αν θα ήταν καλύτερο να εγκαταλείψει το δάσκαλό του. Ό,τι χρήματα είχε, τα είχε δώσει στον Τσενγκ Λιεν για να πληρώσει τα μαθήματά του, το ασκητικό κρεβάτι του και το καθημερινό του γεύμα. Ο Κι Λιν του δάνειζε από καιρού εις καιρόν το λαούτο του.
*
Στο γέμισμα του φεγγαριού, όταν ο Πο Για είδε πως ο Τσενγκ Λιέν δεν τον είχε αναζητήσει πήγε ο ίδιος να τον βρει. Τον χαιρέτησε. Ο Τσενγκ Λιεν τον έβαλε να κάτσει κοντά του και έφερε δύο βαθιά πιάτα με ζυμαρικά πάνω στα οποία έβαλαν ελαφρά ψημένα κομμάτια κρέας και κουνουπίδι. Πήραν τα ξυλάκια τους και έφαγαν. Όταν ο Τσενγκ Λιεν έφαγε τα ζυμαρικά, έφερε κρασί και το έβαλε να ζεσταθεί. Ήπιαν μερικά ποτήρια. Τέλος ο Πο Για ρώτησε τον δάσκαλό του:
-Το λαούτο μου χρονολογούνταν λίγο μετά από τη γέννηση των παροιμιών! Ο πατέρας μου το είχε προμηθευτεί από το δούκα Φονγκ ανταλλάσσοντάς το με τρεις συζύγους ανείπωτης ομορφιάς. Την κιθάρα μου την είχαν παίξει οι επτά μουσικοί. Γιατί, σεβαστέ μου θείε, τα καταστρέψατε;
Η φωνή του Πο Για ήταν δακρυσμένη ενώ μιλούσε. Έσπαζε καθώς πρόφερε τις λέξεις λαούτο, κιθάρα, σεβαστέ θείε, και πατέρας. Αίφνης άφησε να του ξεφύγει ένα μεγάλο αναφιλητό και έκλαψε γοερά κρύβοντας το πρόσωπο στις παλάμες του.
-Θείε μου! Φώναξε.
Έπειτα ο Πο Για σκούπισε τα βλέφαρά του και υποκλίθηκε τρείς φορές μπροστά στον Τσενγκ Λιεν. Ο Τσενγκ Λιεν του αποκρίθηκε:
-Παιδί μου, σας απάντησα ήδη όταν τα κατέστρεφα. Το παίξιμό σας ήταν δεξιοτεχνικό, αλλά του έλειπε το συναίσθημα. Έσπασα τα μουσικά σας όργανα και άλλαξε ήδη η φωνή σας. Σας άκουγα να παραπονιέστε και διέκρινα μέσα στο τρεμούλιασμα της φωνής σας κάτι σαν την αρχή ενός τραγουδιού. Αρχίζετε να ανασύρετε από μέσα σας κάποιους μουσικούς τόνους που προκαλούν συγκίνηση.
Ο Τσενγκ Λιεν τίναξε ένα κομμάτι λάχανο που είχε πέσει το μανίκι του. Και συνέχισε.
-Μοιάζετε με ένα παιδί του οποίου η φωνή βρίσκεται στο στάδιο της μεταφώνησης. Μοιάζετε με ένα παιδί του οποίου τα χείλη διστάζουν ανάμεσα στο βυζί της τροφού και στο στήθος της πόρνης. Μοιάζετε με ένα παιδί του οποίου ο ουρανίσκος διστάζει ανάμεσα στον κόσμο του γάλακτος και σ’εκείνον του ζεστού κρασιού, ανάμεσα στη φωνή που πεταρίζει ξαφνικά σαν μικρό πουλί πάνω από τα φυλλώματα και στη βαριά φωνή του ξυλοκόπου που βουίζει γύρω απ’τον κορμό ή του αμαξά που φωνάζει στο μουλάρι του. Διστάζετε ανάμεσα σ’αυτό που αισθάνεστε και σ’αυτό που ξέρετε. Έχετε πολλή δουλειά ακόμη μέχρι να προσεγγίσετε τη μουσική!
Ο Πο Για ξαναχαιρέτησε τρεις φορές. Με το που πήγε να φύγει, ο Τσενγκ Λιεν τον τράβηξε. Του ζήτησε να ξανακαθίσει. Ο Τσενγκ Λιεν ρώτησε τον Πο Για τί ήταν αυτό που τον είχε οδηγήσει στην τέχνη της μουσικής.
*
Τρία πράγματα είχαν οδηγήσει τον Πο Για στη μουσική. Το πρώτο συνέβη την εποχή πού μόλις είχε αρχίσει δειλά-δειλά να περπατάει. Ακολουθούσε παραπατώντας με τα δυο του ποδαράκια μια υπηρέτρια που πήγαινε στο χωριό για να αναζητήσει ξύλα για το τζάκι και ρύζι, βαδίζοντας κατά μήκος της λίμνης. Κατά μήκος της λίμνης είδε για πρώτη φορά τις ιτιές με τους τεράστιους κορμούς και την ολοστρόγγυλη σκιά. Πλησίασε πιο κοντά και είδε έναν νεαρό ο οποίος έβοσκε ένα βούβαλο και διάβαζε μουρμουρίζοντας στις όχθες της λίμνης. Η σκιά των ιτιών ήταν στρογγυλή και μπλε. Γύρω επικρατούσε απέραντη σιωπή. «Το νερό, η ολοστρόγγυλη σκιά, είπε, το παιδί, το βιβλίο, ο βούβαλος, η ιτιά, το καπίστρι με το οποίο ήταν δεμένος ο βούβαλος στον κορμό της ιτιάς, όλα αυτά έμειναν στη μνήμη μου χωρίς κανένα λόγο !» είπε ο Πο Για.
Το δεύτερο πράγμα που είχε οδηγήσει τον Πο Για στη μουσική, σύμφωνα με τον Πο Για, συνέβη εννέα χρόνια αργότερα, με το θάνατο της επίσημης συζύγου του πατέρα του. Η πόρτα ήταν σκεπασμένη με ένα άσπρο ύφασμα. «Η Πρώτη πέθανε» αυτή ήταν η σκέψη του. Μπήκε μέσα. Πήρε ένα ξυλάκι λιβανίσματος και χαιρέτησε τέσσερις φορές ενώνοντας τα χέρια. Ήταν γονατιστός και το μέτωπό του άγγιζε το ξύλινο πάτωμα. Έβλεπε μόνο τα κινούμενα αντιφεγγίσματα από τα φανάρια, τις σκιές, και τα πόδια. Την ίδια στιγμή, άκουγε τις σταγόνες του λαδιού να καίγονται τρίζοντας στο μεγάλο καντήλι και τον ήχο των δακρύων του να πέφτουν στις ξύλινες σανίδες του πατώματος.
Το τρίτο γεγονός που οδήγησε τον Πο Για στη μουσική, σύμφωνα με τον Πο Για, έλαβε χώρα κοντά στο Νανκέν. Έβγαινε από ένα τεϊοποτείο. Θυμόταν ακόμα τη ζέστη που δέσποζε στο χώρο, τη φρεσκάδα των φύλλων και τον ανθών, την ποιότητα του νερού της βροχής που χόχλαζε μέσα στον βραστήρα. Έκανε ασφυκτική ζέστη. Βγήκε έξω, ήταν ιδρωμένος στο πρόσωπο και στους γλουτούς και ενώ ήταν έτοιμος να πάρει το δρόμο για το δάσκαλο της καλλιγραφίας, τον πρόλαβε η καταιγίδα. Μαζεύτηκε πίσω από ένα θάμνο. Η καταιγίδα ήταν θυελλώδης, η βροχή καταρρακτώδης. Ο σκοτεινός ουρανός έλαμπε σαν τα στιλπνά μαύρα μαλλιά των πιο όμορφων γυναικών. Οι βροντές ήταν εκκωφαντικές και έσπερναν τον πανικό. Οι αστραπές έσκιζαν τον μαύρο ουρανό και άφηναν στο μεταξύ να φανεί το ανείδωτο και τρομερό που βρίσκεται στην καρδιά της φύσης- τα φοβερά και αμείλικτα κομμάτια του ήλιου κρυμμένα πίσω από το μαύρο σκοτάδι της νύχτας. Ο Πο Για έκρυψε το πρόσωπο μέσα στα χέρια του.
Μετά ήρθε η σιωπή, το απότομο σταμάτημα της βροχής. Άνοιξε πάλι τα μάτια του. Ήταν σαν να αντίκριζε ένα καινούργιο φως να λούζει τον κόσμο. Παρθένο φως, σιωπή πάνω στα πλυμένα δέντρα, πράσινο χρώμα που δύσκολα περιγράφεται, σταγόνες-μαργαριτάρια πάνω στα φύλλα, και στο βάθος εκτυφλωτικό και πανέμορφο μπλε το ορατό κομμάτι τ’ουρανού.
Ο Πο Για ένοιωθε συνεπαρμένος για τρίτη φορά. Ο Πο Για ισχυρίστηκε ότι υπήρχε μόνον ένας ήχος ο οποίος μπορούσε να αποδώσει αυτή την καινούργια και γεμάτη τρεχούμενα νερά πεδιάδα, ν αποδώσει αυτά τα πρωτόγνωρα χρώματα. Ο Πο Για υπονόησε ότι ο ήχος αυτός θα ήταν ένας ήχος πολύ κοντά στη σιωπή.
Λάθος! απάντησε ξερά ο Τσεγκ Λιεν.
*
Κοιτάχτηκαν. Σώπασαν για μερικά λεπτά. Έπειτα καθώς ο Πο Για απαριθμούσε τους λόγους που τον ώθησαν να παίξει μουσική, ο Τσεγκ Λιεν σούφρωσε τη μύτη του και είπε:
-Είστε πολύ μακριά ακόμα από τη μουσική. Ο νεαρός αναγνώστης και ο βούβαλός του δεν σας έφεραν πιο κοντά στη μουσική. Η μουσική δεν κρύβεται στις ιτιές. Η μουσική δεν είναι σιωπή. Ο ήχος της μουσικής είναι ένας ήχος που απλώς δεν διαταράσσει τη σιωπή.
Ο Τσενγκ Λιεν άγγιξε τον παράμεσο και είπε :
-Το ίδιο, οι σταγόνες λαδιού και τα δάκρυα μπροστά στο θάνατο της επίσημης συζύγου του πατέρα σας δεν σας έφεραν πιο κοντά στη μουσική. Η μουσική δεν είναι θάνατος, κι αν δεν είναι ζωή, είναι πολύ κοντά στη ζωή, είναι μέσα στη ζωή, πολύ κοντά σε ό, τι γεννιέται στη ζωή. Είναι η πρώτη κραυγή, ο πρώτος ήχος της ζωής μας και υπ’αυτήν την έννοια η μουσική δεν έπεται της ζωής αλλά προηγείται της ζωής. Η μουσική προηγήθηκε της επινόησης των μονοσυλλάβων!
Ο Τσενγκ Λιεν έδειξε το μεσαίο δάχτυλο και είπε :
-Και για να τελειώνουμε, το τέλος της καταιγίδας δεν σας φέρνει πιο κοντά στη μουσική. Το αυτί σας είναι δειλό. Η μουσική δεν είναι το τέλος της καταιγίδας, είναι η ίδια η καταιγίδα.
Ο Πο Για δεν απάντησε τίποτα στο δάσκαλό του. Ο Τσενγκ Λιεν σώπασε λίγα λεπτά και ξαναπήρε το λόγο :
-Ενώ μιλούσατε, άκουγα τον ήχο της φωνής σας. Τι φανερώνουν οι λέξεις πέρα από αλαζονεία και κενότητα ; Τι αποκαλύπτει ο επιτονισμός της φωνής αν όχι την πρόθεση και τα μύχια της καρδιάς; Ενώ παρουσιάζατε τους λόγους που σας οδήγησαν να κάνετε μουσική, ο ήχος της φωνής σας απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ από τη μουσική. Η φωνή σας άρχισε προοδευτικά να σκληραίνει. Εγκατέλειπε το τρεμούλιασμα, την αστάθεια, το δάκρυ και τη μουσική. Τι κάνατε τελικά με τα μουσικά σας όργανα ;
Ο Πο Για απάντησε ότι είχε μαζέψει τα κουφάρια τους, τα είχε τυλίξει σε ένα τετράγωνο μεταξωτό ύφασμα, τους είχε προσφέρει τις ανάλογες τελετουργικές θυσίες του βοδιού, του προβάτου και του χοίρου. Πρόσθεσε επίσης ότι επισκεπτόταν καθημερινά το φέρετρό τους. Το πρόσωπο του Τσενγκ Λιεν έγινε κατακόκκινο και ξέσπασε βίαια στον μαθητή του :
-Τι δουλειά έχετε να προσεύχεστε μπροστά στο φέρετρο των μουσικών σας οργάνων ; Τα όργανά σας ήταν ήδη από μόνα τους φέρετρα! Ορίστε, ζητείστε από τον διαχειριστή Φου μια χούφτα δεκάρες και πηγαίνετε να βρείτε εκ μέρους μου τον συντηρητή μουσικών οργάνων.. Ζητείστε του μια σπασμένη τρίχορδη κιθάρα κι αν είναι και κακά επισκευασμένη ακόμα καλύτερα. Ζητήστε του ένα λαούτο ξεκοιλιασμένο και αν είναι και στραβά κολλημένο, ακόμα καλύτερα. Πάρτε τα πιο απλά από τα μουσικά όργανα και ασκηθείτε ξανά στη μουσική. Θυμηθείτε τη στιγμή που η φωνή σας ήταν σπασμένη. Θυμηθείτε τη φωνή σας όταν έσπαγε στην ανάμνηση των συντριμμένων μουσικών οργάνων σας. Το λαούτο από την μακρινή εκείνη εποχή της Γέννησης των Παροιμιών μοιάζει με ένα τσόφλι από καρύδι. Πρέπει να το σπάσετε για να φάτε την ψίχα. Θυμηθείτε ωστόσο ότι στη μουσική τελικά ο ήχος δεν είναι η ψίχα.
*
Την ίδια μέρα ο Πο Για πούλησε την επίσημη στολή του και πήγε να βρει τον διαχειριστή Φου βάζοντας ενέχυρο δύο τετράγωνα κομμάτια μετάξι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. ΄Επειτα πήγε στον συντηρητή μουσικών οργάνων. Ήταν ένας πολύ γέρος άνθρωπος. Σχεδόν κουφός. Τα μεταξένια ρούχα του ήταν σκισμένα. Φορούσε κόκκινα παπούτσια στα πόδια του. Ο Πο Για ζήτησε να του δείξει τα μουσικά όργανα που διέθετε. Ο Πο Για αντίκρισε θαυμαστά μουσικά όργανα, άκουσε πρωτόγνωρους ήχους. Σε μια γωνιά του δωματίου όπου δούλευε ο συντηρητής, πίσω από την εργαλειοθήκη του, κείτονταν κάποια λείψανα μουσικών οργάνων πάνω στα οποία εξασκούνταν τα παιδιά. Ο Πο Για ζήτησε από τον συντηρητή να του τα δείξει. Ο Πο Για δοκίμασε να παίξει σ αυτά τα παλιά και πρόχειρα επιδιορθωμένα όργανα .
-Μοιάζουν με αρχαίες κραυγές βιαστικά επισκευασμένες ! είπε χαμογελώντας ο Πο Για.
Ο συντηρητής μουσικών οργάνων τον κοίταξε με έκπληξη, γούρλωσε τα μάτια κι άρχισε να βουρκώνει.
-Μα με τι άλλο μοιάζουμε κι εμείς οι ίδιοι; Είπε.
Ο Πο Για ντράπηκε. Αγόρασε ένα λαούτο και μια τρίχορδη κιθάρα που του φάνηκαν τα πιο κατεστραμμένα. Πήρε τα υπόλοιπα χρήματα και τα επέστρεψε στον διαχειριστή Φου. Εξασκήθηκε όπως μπορούσε μ’αυτές τις χορδές που μετά βίας ηχούσαν, με τα δάχτυλα του να σκαλώνουν διαρκώς πάνω στο άγριο κακογυαλισμένο ξύλινο τάστο.
*
Για οκτώ ολόκληρους μήνες ο Τσενγκ Λιεν δεν αναζήτησε τον Πο Για. Ήταν άνοιξη. Ο Πο Για είχε απομονωθεί για να μελετήσει στην άκρη του κάμπου, στην πλαγιά, κοντά στην είσοδο του χωριού. Γύρω του άνθιζαν οι ροδακινιές με ένα ροζ χρώμα που είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς. Ο Πο Για φορούσε λινά σανδάλια. Καθώς λοιπόν ο Τσενγκ Λιεν περνούσε από εκεί, τον άκουσε να παίζει. Πλησίασε, του έκανε νεύμα να συνεχίσει να παίζει και κάθισε δίπλα του.
-Ο ήχος αυτός είναι ανυπόφορος! Πετάξτε αυτό το όργανο, είπε κάποια στιγμή στον Πο Για.
Ο Πο Για ανατρίχιασε. Τα μάγουλα του χλόμιασαν απότομα.
Ο Τσενγκ Λιεν συνέχισε :
-Η μουσική δεν κατοικεί στα πιο ωραία μουσικά όργανα. Δεν κατοικεί ούτε στα πιο κακόηχα. Τα πιο κατάλληλα όργανα για τη μουσική είναι αναμφίβολα εκείνα που μας προκαλούν συγκίνηση, εκείνα που κάποια στιγμή ξεφεύγουν αναπάντεχα από τον έλεγχό μας. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα σώματα με τα οποία είναι ενδεδυμένες οι ανθρώπινες υπάρξεις.
Ο Τσενγκ Λιεν συμπλήρωσε :
-Υπήρχε κάτι το τρυφερό και θλιμμένο στον μουσικό αυτοσχεδιασμό σας, αλλά αυτό δεν είναι ακόμα μουσική. Εγκαταλείψτε αυτά τα όργανα! Απομακρυνθείτε από αυτόν τον κήπο! Αναζητήστε τη μουσική! Ελάτε μαζί μου!
Ο Τσενγκ Λιεν οδήγησε τον Πο Για μέχρι το χωριό. Ο Πο Για παρατηρούσε τον δάσκαλό του με πολύ σεβασμό, αλλά η παρουσία του τον έκανε να νιώθει αμηχανία. Ξαφνικά ο Τσενγκ Λιεν αναστατωμένος του έκανε νόημα να σωπάσει: αφουγκραζόταν τον ήχο του ανέμου ανάμεσα στα κλαδιά και έκλαιγε.
Πείνασαν. Ο Τσενγκ Λιεν οδήγησε τον μαθητή του σ’ένα ζυθοπωλείο: ξαφνικά έμεινε ακίνητος προσηλωμένος στο ήχο από τα ξυλάκια του φαγητού που ξεχώριζαν και έπιαναν κομμάτια ψημένο κρέας ή μικρές αποξηραμένες γαρίδες, και τον έπαιρναν τα κλάματα.
Έπειτα τον οδήγησε σ’ένα δρομάκι εκεί κοντά όπου βρισκόταν ένας οίκος ανοχής. Ο Πο Για καθώς ανασήκωνε τα πόδια μιας πόρνης για να μπει μέσα της με ορμή, από απροσεξία, γρατζούνησε με το νύχι του το δέρμα της στον αστράγαλο. Ο ήχος της αιμάτινης σταγόνας, η πνιχτή κραυγή της πόρνης, ο ήχος απ’το ξύλινο προσκέφαλο που σωριαζόταν με πάταγο στο πάτωμα έκαναν τον Τσενγκ Λιεν να ξεσπάσει σε κλάματα.
Τον οδήγησε σε μια συγκέντρωση λογίων πέρα από το γεφύρι του Κόρακα. Ήπιαν πολύ. Ο Τσενγκ Λιεν τους ένευσε να σωπάσουν: άκουγε τον ήχο του πινέλου που σέρνονταν πάνω στο μεταξένιο ύφασμα και έκλαιγε γοερά.
Κατευθύνθηκαν προς το ερημητήριο που βρισκόταν έξω από το χωριό. Στη διαδρομή ο Τσενγκ Λιεν τράβηξε από το μπράτσο τον Πό Για κι έμειναν ακίνητοι : ένα παιδί, με γυμνή κοιλιά, κατουρούσε πάνω σ’ένα σωρό κόκκινες πλίνθους. Ο Τσενγκ Λιεν ξέσπασε σε κλάματα.
Καθώς έφταναν στο ναό, ένας καλόγερος σκούπιζε την εξωτερική αυλή του: κάθισαν και άκουγαν επί πέντε ώρες τον ήχο της σκούπας που μάζευε τη σκόνη: έκλαιγαν κι οι δυο μαζί. Κάποια στιγμή ο Τσενγκ Λιεν έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί του Πο Για :
-Είναι καιρός να επιστρέψετε. Αγοράστε ένα μουσικό όργανο που σας συγκινεί από τον κατασκευαστή οργάνων του αυτοκράτορα. Ζητήστε τέσσερις ουγγιές ασήμι από τον διαχειριστή. Πείτε στον Φου ότι θα επιστρέψω αύριο. Άκουσα πολλή μουσική σήμερα. Θέλω να ξεπλύνω τα αυτιά μου στη σιωπή. Μπαίνω στο ναό.
*
Ο Πο Για με το που επέστρεψε και μετά από πολλά παζάρια, κατάφερε ν’αποσπάσει από τον διαχειριστή Φου τρεις ουγγιές ασήμι. Επισκέφθηκε τον κατασκευαστή οργάνων του αυτοκράτορα. Έψαξε πολλή ώρα στις προθήκες του μαγαζιού δοκιμάζοντας ματαίως τα όργανα. Δεν βρήκε το όργανο που του άρεσε. Απογοητευμένος βγήκε στο δρόμο. Ανεβαίνοντας το δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι του Τσενγκ Λιεν συνάντησε έναν υπερήλικο γέροντα που κατέβαινε στηριζόμενος σε ένα μπαστούνι που ήταν βαμμένο κόκκινο. Φορούσε ένα τσόχινο καπέλο, ένα μεταξωτό ρούχο, γκρίζο και ξεσκισμένο, και στα πόδια του κόκκινα παπούτσια. Στο άλλο χέρι κρατούσε υπό μάλης ένα μικρό βιολί. Ο Πο Για τον αναγνώρισε, πλησίασε και τον χαιρέτησε ενώνοντας τα χέρια.
-Πώς είστε θείε μου ;
-Μιλάτε πιο δυνατά, κύριε, είμαι λίγο υπερήφανος στ’ αυτιά.
Ο Πο Για επανέλαβε μιλώντας αργά και δυνατά :
- Πώς είστε θείε μου ;
-Δεν σας θυμάμαι καθόλου, του απάντησε ο γέροντας. Έχω ζήσει τόσο πολύ!
-Ονομάζομαι Πο Για, θείε μου. Είχα αγοράσει από το μαγαζί σας, πριν από εννέα μήνες ένα λαούτο και μια τρίχορδη κιθάρα. Απ’αυτά που χρησιμοποιούν οι αρχάριοι μαθητές της μουσικής για να εξασκηθούν. Θα σας πείραζε αν σας ζητούσα να έρθετε σε ένα τεϊοποτείο μαζί μου;
Έτσι και έκαναν. Κάθισαν μπροστά από ένα φλιτζάνι τσάι στην επιφάνεια του οποίου επέπλεαν τα πέταλα τριών ή τεσσάρων λουλουδιών. Το άρωμα που ανέδιδαν ήταν υπέροχο.
-Μπορώ να ρωτήσω το αξιοσέβαστο όνομά σας, θείε μου ; ρώτησε ο Πο Για, προφέροντας τις λέξεις αργά και δυνατά.
-Το ταπεινό μου όνομα είναι Φονγκ Γινγκ, απάντησε ο επιδιορθωτής οργάνων.
-Που κατοικείτε, αν επιτρέπεται ; ρώτησε ο Πο Για.
-Δυο βήματα πιο κάτω από το εργαστήριο μου ! Εδώ πιο κάτω ! Στο Κιβούρι του Ανέμου ! είπε ο Φονγκ Γινγκ.
-Θείε μου, εσείς που επιδιορθώνετε τα μουσικά όργανα, δεν έχετε κανένα λόγο να παραπονιέστε. Θα πρέπει να γνωρίσατε την απόλυτη ευτυχία. Είστε ο φύλακας μπροστά στο βωμό. Συντηρείτε την ομορφιά, την παράδοση, τη σιωπή και προπάντων την πιθανότητα της μουσικής. Δεν είστε τέλος πάντων υποχρεωμένος να είστε η μουσική ! αναφώνησε ο Πο Για αναστενάζοντας βαθιά.
-Αυτό που λέτε, είναι μια μεγάλη βλακεία, είπε ο Φονγ Γινγκ. Δεν γνώρισα ποτέ καμιά ευτυχία. Επιδιορθώνω μουσικά όργανα και πεθαίνω της πείνας. Είμαι πολύ γέρος. Έντεκα χιλιάδες χρόνια υπομένω αυτή τη ζωή! Έντεκα χιλιάδες χρόνια επιδιορθώνω μάταια αυτό που δεν επιδέχεται διόρθωση! Έντεκα χιλιάδες χρόνια και δεν έζησα μια αληθινή ζωή! Έντεκα χιλιάδες χρόνια και δεν μπορώ να πεθάνω έναν αληθινό θάνατο! Κύριε, εμένα που με βλέπετε, υπήρξα σε άλλες ζωές λέων, το ευαίσθητο αυτί μιας χήρας, ροζ συννεφάκι του πρωιού, ζεστό σταφιδόψωμο, παιχνιδιάρικο χρυσόψαρο, μικρό χνουδωτό βατόμουρο στα ιδρωμένα χέρια ενός παιδιού.
-Θείε μου, επανήλθε ο Πο Για, εσείς που επιδιορθώνετε τα μουσικά όργανα, μήπως έχετε κρυμμένα στο βάθος του μαγαζιού σας τρίχορδες κιθάρες και λαούτα ;
-Βεβαίως, κύριε, απάντησε ο γέροντας. Έχω κρατήσει πέντε ή έξι που, χωρίς αμφιβολία, δεν είχατε δει την τελευταία φορά που με επισκεφθήκατε. Όμως είμαι πολύ γέρος και αδύναμος για να μπορέσω να τα φέρω στην κατοικία σας. Τα χέρια μου τρέμουν.
-Πότε μπορώ να σας ενοχλήσω επισκεπτόμενος το αξιοσέβαστο μαγαζί σας ;τον ρώτησε ο Πο Για.
-Πάμε τώρα γρήγορα-γρήγορα. Είπε ο γέροντας. Μπορείτε να με πάρετε στους ώμους σας; Είμαι αποκαμωμένος.
Ο Πο Για απάντησε καταφατικά και πήρε τον γέροντα στους ώμους του.
-Είμαι πάρα πολύ γέρος, μουρμούρισε μωρουδίζοντας ο Φονγκ Γινγκ. Ξέχασα κιόλας πως με λένε.
-Το αξιοσέβαστο όνομά σας είναι Φονγκ Γινγκ, φώναξε ο Πο Για. Κατοικείτε στο Κιβούρι του Ανέμου.
-Αλίμονο, φώναξε ο γέροντας., το Κιβούρι του Ανέμου, δεν είναι το κιβούρι της ζωής! Δεν τέλειωσα ακόμα με τον κύκλο της ζωής! Αλίμονο! Έχω να γίνω ακόμα πουλί, μαύρο μύδι στην ακρογιαλιά και αγριοραδίκι. Δεν έχω απαλλαγεί ακόμα από το βάρος των μεταμορφώσεων. Λαχταρώ όμως τόσο πολύ το τίποτα, το κενό! Και θέλετε να σας πω το χειρότερο από όλα τα βάσανα που με περιμένουν;
-Ναι, φώναξε ο Πο Για, θέλω να γνωρίσω το χειρότερο από τα βάσανα που σας περιμένουν!
-Το χειρότερο βάσανο που με περιμένει είναι ότι ξέρω πως θα ξαναγίνω άνθρωπος. Είπε ο Φονγκ Γινγκ. Τα άστρα και το βάρος όλων αυτών που έχω ζήσει μέχρι τώρα με οδηγούν προς τα εκεί. Το να ξαναγίνεις άνθρωπος, σίγουρα, είναι χειρότερο από το να γίνεις ταχυδρομικό άλογο! Κι άλλοι αιώνες υπομονής! Κι άλλο φως για να βλέπεις! Κι άλλοι ήχοι που σε πληγώνουν! Κι άλλα μάτια για να κλαίς !
Ο Πο Για αισθανόταν τον γέροντα Φονγκ Γινγκ εξαιρετικά ελαφρύ πάνω στους ώμους του. Τον ρώτησε :
-Θείε μου, μήπως τα άστρα σάς έχουν αποκαλύψει σε ποιον τόπο ακριβώς θα ξαναζήσετε με τη μορφή του ανθρώπου ; Με ποιο επάγγελμα ; Σε ποιον αιώνα ;
Ο Φονγκ Γινγκ τον χτύπησε απαλά στο κεφάλι με τις άκρες των κάτασπρων κοκαλιάρικων δαχτύλων του.
-Ο τόπος, είναι η Κρεμόνα, μια κωμόπολη κοντά στο Πω. Ο αιώνας θα είναι ο 17ος σύμφωνα με τη χρονολόγηση των Δυτικών. Το επάγγελμά μου, για μια ακόμα φορά, κατασκευαστής οργάνων.
-Και πώς θα είστε στην εμφάνιση; ρώτησε ο Πο Για.
-Θα φορώ μια ποδιά από δέρμα, απάντησε ο γέροντας Φονγκ Γινγκ κλαίγοντας.
Το χέρι του έτρεμε. Έβγαλε το τσόχινο καπέλο του και είπε.
-Θα φορώ ένα μάλλινο λευκό σκουφί για να περνάω τα μικρά γεφύρια που διασχίζουν την Κρεμονέτα
-Θείε μου, γνωρίζετε το όνομά σας, φώναξε ο Πο Για.
-Ανιψιέ μου, είπε ο γέροντας κουνώντας τα κόκκινα πόδια του, είμαι έντεκα χιλιάδων ετών. Ονομάζομαι Τόνιο Στραντιβάριους Δεν αντέχω άλλο. Είμαι ο πατέρας του Όμπονο και της Καταρίνα. Ο δάσκαλος μου ονομαζόταν Αμάτι. Ο φίλος μου λεγόταν Γκουαρνέριους…
Λέγοντας αυτά τα λόγια, δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του.
-Μου φαίνεται, είπε, πως θυμάμαι την πλατεία του Αγίου Δομίνικου απέναντι από τη Μεγάλη πύλη. Αγγίζω το χρυσαφένιο φως. Βλέπω το Τοράτζο. Στον αέρα αναδύεται άρωμα ελιάς και ψαρόκολλας.
Και ο επιδιορθωτής των μουσικών οργάνων ξανάβαλε το τσόχινο καπέλο του και έκρυψε το κεφάλι μέσα στα χέρια του. Κλαψούριζε. Φύσαγε τη μύτη του, και η μύξα του έπεφτε στο κεφάλι του Πο Για.
*
Έφτασαν στο σπίτι του Φονγκ Γινγκ. O Πο Για κατέβασε τον γέροντα από τους ώμους του, και άρχισε να δοκιμάζει κιθάρες και λαούτα. Το δεύτερο λαούτο που δοκίμασε έβγαζε ήχους εξαιρετικά καθαρούς, όπως οι στάλες της βροχής. Η τέταρτη κιθάρα που δοκίμασε ήταν ένα όργανο χωρίς μεγάλη ένταση, αλλά ο ήχος της ανέδιδε απέραντη θλίψη και κομψότητα. Η μια από τις χορδές της ήταν πολύ οξεία με σπάνιες αντηχήσεις. Η άλλη είχε μια γλυκύτητα που δε έμοιαζε με κανένα τρόπο ανθρώπινη. Η τελευταία ωστόσο ήταν τόσο υπόκωφη, τόσο βαθιά, γεμάτη ένταση κι ωστόσο ντροπαλή, σαν να έστρωνε συνεχώς το πανωφόρι και τη φούστα πάνω της για να μην αποκαλυφθεί η γυμνή ομορφιά του κορμιού της.
*
Ο Τσενγκ Λιεν έτρωγε σπόρους καρπουζιού περπατώντας δίπλα στη λίμνη με την ονομασία το Κακάρισμα της Κότας. Αυτή η λίμνη παρήγαγε κάθε χρόνο πολλές δεκάδες χιλιάδες κοφίνια νεροκάστανα. Βάρκες ψαρέματος πηγαινοέρχονταν από όχθη σε όχθη. Εκεί θα παρουσιάσει ο Πο Για στο δάσκαλο του, τέσσερις μήνες αργότερα, τα μουσικά όργανα που είχε διαλέξει στο εργαστήριο του Φονγκ Γινγκ. Κάθισαν σε ένα μικρό κηπάκο από μπαμπού, μπροστά από μια μπλε βάρκα που ήταν δεμένη στην όχθη. Ο Πο Για έπαιξε στο δάσκαλό του ένα μικρό μουσικό θέμα.
-Το όργανο σου είναι όμορφο, είπε ο Τσενγκ Λιεν
Ο Πο Για χλόμιασε.
-… τα δάχτυλα, τα αυτί, το σώμα, το πνεύμα, όλα είναι ακριβή, πρόσθεσε ο Τσενγκ Λιεν.
Ο Πο Για χλόμιασε τόσο ώστε έγινε μπλε σαν το χρώμα της ψαρόβαρκας που βρισκόταν δεμένη μπροστά τους, πίσω από το φράχτη που σχημάτιζαν τα φυτά του μπαμπού.
-Δεν σου μένει μόνο παρά να βρεις τη μουσική ! κατέληξε ο Τσενγκ Λιεν.
Ο Πο Για ένιωσε την απελπισία στην πιο καθαρή μορφή της να κυριεύει το κρανίο του. Αισθάνθηκε την καρδιά του να σφίγγεται από πόνο μέσα στο στήθος του. Ο Τσενγκ Λιεν τον σήκωσε.
-Δεν έχω πια τίποτε να σας μάθω, είπε. Τα αισθήματά σας δεν είναι αρκετά συγκεντρωμένα. Δεν έχετε βρει ακόμη αυτό που θα σας προκαλέσει τη συγκίνηση, κάτι σαν το κύμα της λίμνης που κινεί απαλά τη μπλε βάρκα του ψαρά. Εγώ, ο Τσενγκ Λιεν, δεν μπορώ πια να σας διδάξω. Ο δάσκαλός μου λέγεται Φανγκ Τσε-Τσουέν και κατοικεί στη θάλασσα της Ανατολής. Εκείνος ξέρει να προκαλεί τη συγκίνηση στ’αυτιά των ανθρώπων.
*
Περίμεναν τον Νοέμβρη. Τότε ο Πο Για και ο Τσενγκ Λιεν βρέθηκαν στη θάλασσα της Ανατολής. Περπάτησαν γύρω στις δώδεκα εβδομάδες. Όταν έφτασαν στους πρόποδες του βουνού Πονγκ –Λάι, ο Τσενγκ Λιεν είπε στον Πο Για :
- Εσείς θα μείνετε εδώ ! Εγώ, θα πάω να βρω τον δάσκαλό μου.
Λέγοντας αυτά, έφυγε σπρώχνοντας την ψαρόβαρκα με το κοντάρι του. Δέκα μέρες μετά, δεν είχε γυρίσει. Ο Πο Για κοίταξε γύρω του. Ήταν πεινασμένος, μόνος, φοβισμένος. Γύρω του δεν υπήρχε ψυχή. Άκουγε μόνο τον ήχο του θαλασσινού νερού να σβήνει στην άμμο και τις θλιμμένες κραυγές των πουλιών. Αισθάνθηκε ακόμα πιο αδύναμος και είπε αναστενάζοντας βαθιά: « Ιδού το μάθημα του δασκάλου του δασκάλου μου ! » Άρχισε λοιπόν να παίζει κιθάρα τραγουδώντας και κλαίγοντας σιγανά. Έπειτα ξέσπασε σ’αναφιλητά από τα βάθη της καρδιάς του και ο ήχος των δακρύων του ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν. Καθώς το τραγούδι έσβηνε στα χείλη του, ο Τσενγκ Λιεν επέστρεφε πλέοντας απαλά κι αθόρυβα πάνω στα νερά. Ο Πο Για ανέβηκε στη βάρκα που έσπρωχνε ο Τσενγκ Λιεν με το κοντάρι του. Ο Πο Για έγινε ο πιο μεγάλος μουσικός του κόσμου.
Πασκάλ Κινιάρ " Το μάθημα μουσικής", μετάφραση Γιάννης Κατσάνος, εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ, Αθήνα 2015
-Δώστε μου το λαούτο σας, είπε ξαφνικά στον Πο Για
Ο Πο Για χαιρέτησε και του έδωσε το λαούτο.
-Ακούστε αυτόν τον ήχο! του είπε ο Τσενγκ Λιεν και κραδαίνοντας το λαούτο πάνω από το κεφάλι του το συνέθλιψε πετώντας το στο χώμα.
-Αυτός είναι ο ήχος του λαούτου, είπε ο Τσενγκ Λιεν.
Ήταν ένα λαούτο επτακοσίων χρόνων (χρονολογούνταν στο τέλος της δεύτερης χιλιετίας προ Χριστού).
Ο Πο Για υποκλίθηκε και χαιρέτισε τρείς φορές.
-Δώστε μου την τρίχορδη κιθάρα σας, του ζήτησε ο Τσενγκ Λιεν.
Ο Πο Για του έδωσε την κιθάρα.
-Ακούστε αυτόν τον ήχο ! του είπε ο Τσενγκ Λιεν.
Έβαλε την κιθάρα μπροστά του, σηκώθηκε όρθιος και πήδηξε πάνω της ποδοπατώντας την για πολλή ώρα.
Ο Πο Για ξέσπασε σε δάκρυα βλέποντας τα σπασμένα μουσικά όργανα να γίνονται κομματάκια κάτω από τα ελαφρά πέδιλα του δασκάλου. Ύστερα ο Τσενγκ Λιεν έσπρωξε με τα πόδια του τα απομεινάρια των μουσικών οργάνων προς τον Πο Για λέγοντάς του:
-Τώρα, βάλτε λοιπόν λίγο απ’αυτό το συναίσθημα στον τρόπο που παίζετε τη μουσική σας !
*
Ο νεαρός Πο Για ήταν απαρηγόρητος. Δεν του είχαν μείνει παρά λίγες δεκάρες. Είχε χάσει τα μουσικά του όργανα. Κατά τη διάρκεια ενός μήνα και μέχρι να γεμίσει το φεγγάρι αρνιόταν να φάει και αναρωτιόταν αν θα ήταν καλύτερο να εγκαταλείψει το δάσκαλό του. Ό,τι χρήματα είχε, τα είχε δώσει στον Τσενγκ Λιεν για να πληρώσει τα μαθήματά του, το ασκητικό κρεβάτι του και το καθημερινό του γεύμα. Ο Κι Λιν του δάνειζε από καιρού εις καιρόν το λαούτο του.
*
Στο γέμισμα του φεγγαριού, όταν ο Πο Για είδε πως ο Τσενγκ Λιέν δεν τον είχε αναζητήσει πήγε ο ίδιος να τον βρει. Τον χαιρέτησε. Ο Τσενγκ Λιεν τον έβαλε να κάτσει κοντά του και έφερε δύο βαθιά πιάτα με ζυμαρικά πάνω στα οποία έβαλαν ελαφρά ψημένα κομμάτια κρέας και κουνουπίδι. Πήραν τα ξυλάκια τους και έφαγαν. Όταν ο Τσενγκ Λιεν έφαγε τα ζυμαρικά, έφερε κρασί και το έβαλε να ζεσταθεί. Ήπιαν μερικά ποτήρια. Τέλος ο Πο Για ρώτησε τον δάσκαλό του:
-Το λαούτο μου χρονολογούνταν λίγο μετά από τη γέννηση των παροιμιών! Ο πατέρας μου το είχε προμηθευτεί από το δούκα Φονγκ ανταλλάσσοντάς το με τρεις συζύγους ανείπωτης ομορφιάς. Την κιθάρα μου την είχαν παίξει οι επτά μουσικοί. Γιατί, σεβαστέ μου θείε, τα καταστρέψατε;
Η φωνή του Πο Για ήταν δακρυσμένη ενώ μιλούσε. Έσπαζε καθώς πρόφερε τις λέξεις λαούτο, κιθάρα, σεβαστέ θείε, και πατέρας. Αίφνης άφησε να του ξεφύγει ένα μεγάλο αναφιλητό και έκλαψε γοερά κρύβοντας το πρόσωπο στις παλάμες του.
-Θείε μου! Φώναξε.
Έπειτα ο Πο Για σκούπισε τα βλέφαρά του και υποκλίθηκε τρείς φορές μπροστά στον Τσενγκ Λιεν. Ο Τσενγκ Λιεν του αποκρίθηκε:
-Παιδί μου, σας απάντησα ήδη όταν τα κατέστρεφα. Το παίξιμό σας ήταν δεξιοτεχνικό, αλλά του έλειπε το συναίσθημα. Έσπασα τα μουσικά σας όργανα και άλλαξε ήδη η φωνή σας. Σας άκουγα να παραπονιέστε και διέκρινα μέσα στο τρεμούλιασμα της φωνής σας κάτι σαν την αρχή ενός τραγουδιού. Αρχίζετε να ανασύρετε από μέσα σας κάποιους μουσικούς τόνους που προκαλούν συγκίνηση.
Ο Τσενγκ Λιεν τίναξε ένα κομμάτι λάχανο που είχε πέσει το μανίκι του. Και συνέχισε.
-Μοιάζετε με ένα παιδί του οποίου η φωνή βρίσκεται στο στάδιο της μεταφώνησης. Μοιάζετε με ένα παιδί του οποίου τα χείλη διστάζουν ανάμεσα στο βυζί της τροφού και στο στήθος της πόρνης. Μοιάζετε με ένα παιδί του οποίου ο ουρανίσκος διστάζει ανάμεσα στον κόσμο του γάλακτος και σ’εκείνον του ζεστού κρασιού, ανάμεσα στη φωνή που πεταρίζει ξαφνικά σαν μικρό πουλί πάνω από τα φυλλώματα και στη βαριά φωνή του ξυλοκόπου που βουίζει γύρω απ’τον κορμό ή του αμαξά που φωνάζει στο μουλάρι του. Διστάζετε ανάμεσα σ’αυτό που αισθάνεστε και σ’αυτό που ξέρετε. Έχετε πολλή δουλειά ακόμη μέχρι να προσεγγίσετε τη μουσική!
Ο Πο Για ξαναχαιρέτησε τρεις φορές. Με το που πήγε να φύγει, ο Τσενγκ Λιεν τον τράβηξε. Του ζήτησε να ξανακαθίσει. Ο Τσενγκ Λιεν ρώτησε τον Πο Για τί ήταν αυτό που τον είχε οδηγήσει στην τέχνη της μουσικής.
*
Τρία πράγματα είχαν οδηγήσει τον Πο Για στη μουσική. Το πρώτο συνέβη την εποχή πού μόλις είχε αρχίσει δειλά-δειλά να περπατάει. Ακολουθούσε παραπατώντας με τα δυο του ποδαράκια μια υπηρέτρια που πήγαινε στο χωριό για να αναζητήσει ξύλα για το τζάκι και ρύζι, βαδίζοντας κατά μήκος της λίμνης. Κατά μήκος της λίμνης είδε για πρώτη φορά τις ιτιές με τους τεράστιους κορμούς και την ολοστρόγγυλη σκιά. Πλησίασε πιο κοντά και είδε έναν νεαρό ο οποίος έβοσκε ένα βούβαλο και διάβαζε μουρμουρίζοντας στις όχθες της λίμνης. Η σκιά των ιτιών ήταν στρογγυλή και μπλε. Γύρω επικρατούσε απέραντη σιωπή. «Το νερό, η ολοστρόγγυλη σκιά, είπε, το παιδί, το βιβλίο, ο βούβαλος, η ιτιά, το καπίστρι με το οποίο ήταν δεμένος ο βούβαλος στον κορμό της ιτιάς, όλα αυτά έμειναν στη μνήμη μου χωρίς κανένα λόγο !» είπε ο Πο Για.
Το δεύτερο πράγμα που είχε οδηγήσει τον Πο Για στη μουσική, σύμφωνα με τον Πο Για, συνέβη εννέα χρόνια αργότερα, με το θάνατο της επίσημης συζύγου του πατέρα του. Η πόρτα ήταν σκεπασμένη με ένα άσπρο ύφασμα. «Η Πρώτη πέθανε» αυτή ήταν η σκέψη του. Μπήκε μέσα. Πήρε ένα ξυλάκι λιβανίσματος και χαιρέτησε τέσσερις φορές ενώνοντας τα χέρια. Ήταν γονατιστός και το μέτωπό του άγγιζε το ξύλινο πάτωμα. Έβλεπε μόνο τα κινούμενα αντιφεγγίσματα από τα φανάρια, τις σκιές, και τα πόδια. Την ίδια στιγμή, άκουγε τις σταγόνες του λαδιού να καίγονται τρίζοντας στο μεγάλο καντήλι και τον ήχο των δακρύων του να πέφτουν στις ξύλινες σανίδες του πατώματος.
Το τρίτο γεγονός που οδήγησε τον Πο Για στη μουσική, σύμφωνα με τον Πο Για, έλαβε χώρα κοντά στο Νανκέν. Έβγαινε από ένα τεϊοποτείο. Θυμόταν ακόμα τη ζέστη που δέσποζε στο χώρο, τη φρεσκάδα των φύλλων και τον ανθών, την ποιότητα του νερού της βροχής που χόχλαζε μέσα στον βραστήρα. Έκανε ασφυκτική ζέστη. Βγήκε έξω, ήταν ιδρωμένος στο πρόσωπο και στους γλουτούς και ενώ ήταν έτοιμος να πάρει το δρόμο για το δάσκαλο της καλλιγραφίας, τον πρόλαβε η καταιγίδα. Μαζεύτηκε πίσω από ένα θάμνο. Η καταιγίδα ήταν θυελλώδης, η βροχή καταρρακτώδης. Ο σκοτεινός ουρανός έλαμπε σαν τα στιλπνά μαύρα μαλλιά των πιο όμορφων γυναικών. Οι βροντές ήταν εκκωφαντικές και έσπερναν τον πανικό. Οι αστραπές έσκιζαν τον μαύρο ουρανό και άφηναν στο μεταξύ να φανεί το ανείδωτο και τρομερό που βρίσκεται στην καρδιά της φύσης- τα φοβερά και αμείλικτα κομμάτια του ήλιου κρυμμένα πίσω από το μαύρο σκοτάδι της νύχτας. Ο Πο Για έκρυψε το πρόσωπο μέσα στα χέρια του.
Μετά ήρθε η σιωπή, το απότομο σταμάτημα της βροχής. Άνοιξε πάλι τα μάτια του. Ήταν σαν να αντίκριζε ένα καινούργιο φως να λούζει τον κόσμο. Παρθένο φως, σιωπή πάνω στα πλυμένα δέντρα, πράσινο χρώμα που δύσκολα περιγράφεται, σταγόνες-μαργαριτάρια πάνω στα φύλλα, και στο βάθος εκτυφλωτικό και πανέμορφο μπλε το ορατό κομμάτι τ’ουρανού.
Ο Πο Για ένοιωθε συνεπαρμένος για τρίτη φορά. Ο Πο Για ισχυρίστηκε ότι υπήρχε μόνον ένας ήχος ο οποίος μπορούσε να αποδώσει αυτή την καινούργια και γεμάτη τρεχούμενα νερά πεδιάδα, ν αποδώσει αυτά τα πρωτόγνωρα χρώματα. Ο Πο Για υπονόησε ότι ο ήχος αυτός θα ήταν ένας ήχος πολύ κοντά στη σιωπή.
Λάθος! απάντησε ξερά ο Τσεγκ Λιεν.
*
Κοιτάχτηκαν. Σώπασαν για μερικά λεπτά. Έπειτα καθώς ο Πο Για απαριθμούσε τους λόγους που τον ώθησαν να παίξει μουσική, ο Τσεγκ Λιεν σούφρωσε τη μύτη του και είπε:
-Είστε πολύ μακριά ακόμα από τη μουσική. Ο νεαρός αναγνώστης και ο βούβαλός του δεν σας έφεραν πιο κοντά στη μουσική. Η μουσική δεν κρύβεται στις ιτιές. Η μουσική δεν είναι σιωπή. Ο ήχος της μουσικής είναι ένας ήχος που απλώς δεν διαταράσσει τη σιωπή.
Ο Τσενγκ Λιεν άγγιξε τον παράμεσο και είπε :
-Το ίδιο, οι σταγόνες λαδιού και τα δάκρυα μπροστά στο θάνατο της επίσημης συζύγου του πατέρα σας δεν σας έφεραν πιο κοντά στη μουσική. Η μουσική δεν είναι θάνατος, κι αν δεν είναι ζωή, είναι πολύ κοντά στη ζωή, είναι μέσα στη ζωή, πολύ κοντά σε ό, τι γεννιέται στη ζωή. Είναι η πρώτη κραυγή, ο πρώτος ήχος της ζωής μας και υπ’αυτήν την έννοια η μουσική δεν έπεται της ζωής αλλά προηγείται της ζωής. Η μουσική προηγήθηκε της επινόησης των μονοσυλλάβων!
Ο Τσενγκ Λιεν έδειξε το μεσαίο δάχτυλο και είπε :
-Και για να τελειώνουμε, το τέλος της καταιγίδας δεν σας φέρνει πιο κοντά στη μουσική. Το αυτί σας είναι δειλό. Η μουσική δεν είναι το τέλος της καταιγίδας, είναι η ίδια η καταιγίδα.
Ο Πο Για δεν απάντησε τίποτα στο δάσκαλό του. Ο Τσενγκ Λιεν σώπασε λίγα λεπτά και ξαναπήρε το λόγο :
-Ενώ μιλούσατε, άκουγα τον ήχο της φωνής σας. Τι φανερώνουν οι λέξεις πέρα από αλαζονεία και κενότητα ; Τι αποκαλύπτει ο επιτονισμός της φωνής αν όχι την πρόθεση και τα μύχια της καρδιάς; Ενώ παρουσιάζατε τους λόγους που σας οδήγησαν να κάνετε μουσική, ο ήχος της φωνής σας απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ από τη μουσική. Η φωνή σας άρχισε προοδευτικά να σκληραίνει. Εγκατέλειπε το τρεμούλιασμα, την αστάθεια, το δάκρυ και τη μουσική. Τι κάνατε τελικά με τα μουσικά σας όργανα ;
Ο Πο Για απάντησε ότι είχε μαζέψει τα κουφάρια τους, τα είχε τυλίξει σε ένα τετράγωνο μεταξωτό ύφασμα, τους είχε προσφέρει τις ανάλογες τελετουργικές θυσίες του βοδιού, του προβάτου και του χοίρου. Πρόσθεσε επίσης ότι επισκεπτόταν καθημερινά το φέρετρό τους. Το πρόσωπο του Τσενγκ Λιεν έγινε κατακόκκινο και ξέσπασε βίαια στον μαθητή του :
-Τι δουλειά έχετε να προσεύχεστε μπροστά στο φέρετρο των μουσικών σας οργάνων ; Τα όργανά σας ήταν ήδη από μόνα τους φέρετρα! Ορίστε, ζητείστε από τον διαχειριστή Φου μια χούφτα δεκάρες και πηγαίνετε να βρείτε εκ μέρους μου τον συντηρητή μουσικών οργάνων.. Ζητείστε του μια σπασμένη τρίχορδη κιθάρα κι αν είναι και κακά επισκευασμένη ακόμα καλύτερα. Ζητήστε του ένα λαούτο ξεκοιλιασμένο και αν είναι και στραβά κολλημένο, ακόμα καλύτερα. Πάρτε τα πιο απλά από τα μουσικά όργανα και ασκηθείτε ξανά στη μουσική. Θυμηθείτε τη στιγμή που η φωνή σας ήταν σπασμένη. Θυμηθείτε τη φωνή σας όταν έσπαγε στην ανάμνηση των συντριμμένων μουσικών οργάνων σας. Το λαούτο από την μακρινή εκείνη εποχή της Γέννησης των Παροιμιών μοιάζει με ένα τσόφλι από καρύδι. Πρέπει να το σπάσετε για να φάτε την ψίχα. Θυμηθείτε ωστόσο ότι στη μουσική τελικά ο ήχος δεν είναι η ψίχα.
*
Την ίδια μέρα ο Πο Για πούλησε την επίσημη στολή του και πήγε να βρει τον διαχειριστή Φου βάζοντας ενέχυρο δύο τετράγωνα κομμάτια μετάξι που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. ΄Επειτα πήγε στον συντηρητή μουσικών οργάνων. Ήταν ένας πολύ γέρος άνθρωπος. Σχεδόν κουφός. Τα μεταξένια ρούχα του ήταν σκισμένα. Φορούσε κόκκινα παπούτσια στα πόδια του. Ο Πο Για ζήτησε να του δείξει τα μουσικά όργανα που διέθετε. Ο Πο Για αντίκρισε θαυμαστά μουσικά όργανα, άκουσε πρωτόγνωρους ήχους. Σε μια γωνιά του δωματίου όπου δούλευε ο συντηρητής, πίσω από την εργαλειοθήκη του, κείτονταν κάποια λείψανα μουσικών οργάνων πάνω στα οποία εξασκούνταν τα παιδιά. Ο Πο Για ζήτησε από τον συντηρητή να του τα δείξει. Ο Πο Για δοκίμασε να παίξει σ αυτά τα παλιά και πρόχειρα επιδιορθωμένα όργανα .
-Μοιάζουν με αρχαίες κραυγές βιαστικά επισκευασμένες ! είπε χαμογελώντας ο Πο Για.
Ο συντηρητής μουσικών οργάνων τον κοίταξε με έκπληξη, γούρλωσε τα μάτια κι άρχισε να βουρκώνει.
-Μα με τι άλλο μοιάζουμε κι εμείς οι ίδιοι; Είπε.
Ο Πο Για ντράπηκε. Αγόρασε ένα λαούτο και μια τρίχορδη κιθάρα που του φάνηκαν τα πιο κατεστραμμένα. Πήρε τα υπόλοιπα χρήματα και τα επέστρεψε στον διαχειριστή Φου. Εξασκήθηκε όπως μπορούσε μ’αυτές τις χορδές που μετά βίας ηχούσαν, με τα δάχτυλα του να σκαλώνουν διαρκώς πάνω στο άγριο κακογυαλισμένο ξύλινο τάστο.
*
Για οκτώ ολόκληρους μήνες ο Τσενγκ Λιεν δεν αναζήτησε τον Πο Για. Ήταν άνοιξη. Ο Πο Για είχε απομονωθεί για να μελετήσει στην άκρη του κάμπου, στην πλαγιά, κοντά στην είσοδο του χωριού. Γύρω του άνθιζαν οι ροδακινιές με ένα ροζ χρώμα που είναι αδύνατο να περιγράψει κανείς. Ο Πο Για φορούσε λινά σανδάλια. Καθώς λοιπόν ο Τσενγκ Λιεν περνούσε από εκεί, τον άκουσε να παίζει. Πλησίασε, του έκανε νεύμα να συνεχίσει να παίζει και κάθισε δίπλα του.
-Ο ήχος αυτός είναι ανυπόφορος! Πετάξτε αυτό το όργανο, είπε κάποια στιγμή στον Πο Για.
Ο Πο Για ανατρίχιασε. Τα μάγουλα του χλόμιασαν απότομα.
Ο Τσενγκ Λιεν συνέχισε :
-Η μουσική δεν κατοικεί στα πιο ωραία μουσικά όργανα. Δεν κατοικεί ούτε στα πιο κακόηχα. Τα πιο κατάλληλα όργανα για τη μουσική είναι αναμφίβολα εκείνα που μας προκαλούν συγκίνηση, εκείνα που κάποια στιγμή ξεφεύγουν αναπάντεχα από τον έλεγχό μας. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα σώματα με τα οποία είναι ενδεδυμένες οι ανθρώπινες υπάρξεις.
Ο Τσενγκ Λιεν συμπλήρωσε :
-Υπήρχε κάτι το τρυφερό και θλιμμένο στον μουσικό αυτοσχεδιασμό σας, αλλά αυτό δεν είναι ακόμα μουσική. Εγκαταλείψτε αυτά τα όργανα! Απομακρυνθείτε από αυτόν τον κήπο! Αναζητήστε τη μουσική! Ελάτε μαζί μου!
Ο Τσενγκ Λιεν οδήγησε τον Πο Για μέχρι το χωριό. Ο Πο Για παρατηρούσε τον δάσκαλό του με πολύ σεβασμό, αλλά η παρουσία του τον έκανε να νιώθει αμηχανία. Ξαφνικά ο Τσενγκ Λιεν αναστατωμένος του έκανε νόημα να σωπάσει: αφουγκραζόταν τον ήχο του ανέμου ανάμεσα στα κλαδιά και έκλαιγε.
Πείνασαν. Ο Τσενγκ Λιεν οδήγησε τον μαθητή του σ’ένα ζυθοπωλείο: ξαφνικά έμεινε ακίνητος προσηλωμένος στο ήχο από τα ξυλάκια του φαγητού που ξεχώριζαν και έπιαναν κομμάτια ψημένο κρέας ή μικρές αποξηραμένες γαρίδες, και τον έπαιρναν τα κλάματα.
Έπειτα τον οδήγησε σ’ένα δρομάκι εκεί κοντά όπου βρισκόταν ένας οίκος ανοχής. Ο Πο Για καθώς ανασήκωνε τα πόδια μιας πόρνης για να μπει μέσα της με ορμή, από απροσεξία, γρατζούνησε με το νύχι του το δέρμα της στον αστράγαλο. Ο ήχος της αιμάτινης σταγόνας, η πνιχτή κραυγή της πόρνης, ο ήχος απ’το ξύλινο προσκέφαλο που σωριαζόταν με πάταγο στο πάτωμα έκαναν τον Τσενγκ Λιεν να ξεσπάσει σε κλάματα.
Τον οδήγησε σε μια συγκέντρωση λογίων πέρα από το γεφύρι του Κόρακα. Ήπιαν πολύ. Ο Τσενγκ Λιεν τους ένευσε να σωπάσουν: άκουγε τον ήχο του πινέλου που σέρνονταν πάνω στο μεταξένιο ύφασμα και έκλαιγε γοερά.
Κατευθύνθηκαν προς το ερημητήριο που βρισκόταν έξω από το χωριό. Στη διαδρομή ο Τσενγκ Λιεν τράβηξε από το μπράτσο τον Πό Για κι έμειναν ακίνητοι : ένα παιδί, με γυμνή κοιλιά, κατουρούσε πάνω σ’ένα σωρό κόκκινες πλίνθους. Ο Τσενγκ Λιεν ξέσπασε σε κλάματα.
Καθώς έφταναν στο ναό, ένας καλόγερος σκούπιζε την εξωτερική αυλή του: κάθισαν και άκουγαν επί πέντε ώρες τον ήχο της σκούπας που μάζευε τη σκόνη: έκλαιγαν κι οι δυο μαζί. Κάποια στιγμή ο Τσενγκ Λιεν έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί του Πο Για :
-Είναι καιρός να επιστρέψετε. Αγοράστε ένα μουσικό όργανο που σας συγκινεί από τον κατασκευαστή οργάνων του αυτοκράτορα. Ζητήστε τέσσερις ουγγιές ασήμι από τον διαχειριστή. Πείτε στον Φου ότι θα επιστρέψω αύριο. Άκουσα πολλή μουσική σήμερα. Θέλω να ξεπλύνω τα αυτιά μου στη σιωπή. Μπαίνω στο ναό.
*
Ο Πο Για με το που επέστρεψε και μετά από πολλά παζάρια, κατάφερε ν’αποσπάσει από τον διαχειριστή Φου τρεις ουγγιές ασήμι. Επισκέφθηκε τον κατασκευαστή οργάνων του αυτοκράτορα. Έψαξε πολλή ώρα στις προθήκες του μαγαζιού δοκιμάζοντας ματαίως τα όργανα. Δεν βρήκε το όργανο που του άρεσε. Απογοητευμένος βγήκε στο δρόμο. Ανεβαίνοντας το δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι του Τσενγκ Λιεν συνάντησε έναν υπερήλικο γέροντα που κατέβαινε στηριζόμενος σε ένα μπαστούνι που ήταν βαμμένο κόκκινο. Φορούσε ένα τσόχινο καπέλο, ένα μεταξωτό ρούχο, γκρίζο και ξεσκισμένο, και στα πόδια του κόκκινα παπούτσια. Στο άλλο χέρι κρατούσε υπό μάλης ένα μικρό βιολί. Ο Πο Για τον αναγνώρισε, πλησίασε και τον χαιρέτησε ενώνοντας τα χέρια.
-Πώς είστε θείε μου ;
-Μιλάτε πιο δυνατά, κύριε, είμαι λίγο υπερήφανος στ’ αυτιά.
Ο Πο Για επανέλαβε μιλώντας αργά και δυνατά :
- Πώς είστε θείε μου ;
-Δεν σας θυμάμαι καθόλου, του απάντησε ο γέροντας. Έχω ζήσει τόσο πολύ!
-Ονομάζομαι Πο Για, θείε μου. Είχα αγοράσει από το μαγαζί σας, πριν από εννέα μήνες ένα λαούτο και μια τρίχορδη κιθάρα. Απ’αυτά που χρησιμοποιούν οι αρχάριοι μαθητές της μουσικής για να εξασκηθούν. Θα σας πείραζε αν σας ζητούσα να έρθετε σε ένα τεϊοποτείο μαζί μου;
Έτσι και έκαναν. Κάθισαν μπροστά από ένα φλιτζάνι τσάι στην επιφάνεια του οποίου επέπλεαν τα πέταλα τριών ή τεσσάρων λουλουδιών. Το άρωμα που ανέδιδαν ήταν υπέροχο.
-Μπορώ να ρωτήσω το αξιοσέβαστο όνομά σας, θείε μου ; ρώτησε ο Πο Για, προφέροντας τις λέξεις αργά και δυνατά.
-Το ταπεινό μου όνομα είναι Φονγκ Γινγκ, απάντησε ο επιδιορθωτής οργάνων.
-Που κατοικείτε, αν επιτρέπεται ; ρώτησε ο Πο Για.
-Δυο βήματα πιο κάτω από το εργαστήριο μου ! Εδώ πιο κάτω ! Στο Κιβούρι του Ανέμου ! είπε ο Φονγκ Γινγκ.
-Θείε μου, εσείς που επιδιορθώνετε τα μουσικά όργανα, δεν έχετε κανένα λόγο να παραπονιέστε. Θα πρέπει να γνωρίσατε την απόλυτη ευτυχία. Είστε ο φύλακας μπροστά στο βωμό. Συντηρείτε την ομορφιά, την παράδοση, τη σιωπή και προπάντων την πιθανότητα της μουσικής. Δεν είστε τέλος πάντων υποχρεωμένος να είστε η μουσική ! αναφώνησε ο Πο Για αναστενάζοντας βαθιά.
-Αυτό που λέτε, είναι μια μεγάλη βλακεία, είπε ο Φονγ Γινγκ. Δεν γνώρισα ποτέ καμιά ευτυχία. Επιδιορθώνω μουσικά όργανα και πεθαίνω της πείνας. Είμαι πολύ γέρος. Έντεκα χιλιάδες χρόνια υπομένω αυτή τη ζωή! Έντεκα χιλιάδες χρόνια επιδιορθώνω μάταια αυτό που δεν επιδέχεται διόρθωση! Έντεκα χιλιάδες χρόνια και δεν έζησα μια αληθινή ζωή! Έντεκα χιλιάδες χρόνια και δεν μπορώ να πεθάνω έναν αληθινό θάνατο! Κύριε, εμένα που με βλέπετε, υπήρξα σε άλλες ζωές λέων, το ευαίσθητο αυτί μιας χήρας, ροζ συννεφάκι του πρωιού, ζεστό σταφιδόψωμο, παιχνιδιάρικο χρυσόψαρο, μικρό χνουδωτό βατόμουρο στα ιδρωμένα χέρια ενός παιδιού.
-Θείε μου, επανήλθε ο Πο Για, εσείς που επιδιορθώνετε τα μουσικά όργανα, μήπως έχετε κρυμμένα στο βάθος του μαγαζιού σας τρίχορδες κιθάρες και λαούτα ;
-Βεβαίως, κύριε, απάντησε ο γέροντας. Έχω κρατήσει πέντε ή έξι που, χωρίς αμφιβολία, δεν είχατε δει την τελευταία φορά που με επισκεφθήκατε. Όμως είμαι πολύ γέρος και αδύναμος για να μπορέσω να τα φέρω στην κατοικία σας. Τα χέρια μου τρέμουν.
-Πότε μπορώ να σας ενοχλήσω επισκεπτόμενος το αξιοσέβαστο μαγαζί σας ;τον ρώτησε ο Πο Για.
-Πάμε τώρα γρήγορα-γρήγορα. Είπε ο γέροντας. Μπορείτε να με πάρετε στους ώμους σας; Είμαι αποκαμωμένος.
Ο Πο Για απάντησε καταφατικά και πήρε τον γέροντα στους ώμους του.
-Είμαι πάρα πολύ γέρος, μουρμούρισε μωρουδίζοντας ο Φονγκ Γινγκ. Ξέχασα κιόλας πως με λένε.
-Το αξιοσέβαστο όνομά σας είναι Φονγκ Γινγκ, φώναξε ο Πο Για. Κατοικείτε στο Κιβούρι του Ανέμου.
-Αλίμονο, φώναξε ο γέροντας., το Κιβούρι του Ανέμου, δεν είναι το κιβούρι της ζωής! Δεν τέλειωσα ακόμα με τον κύκλο της ζωής! Αλίμονο! Έχω να γίνω ακόμα πουλί, μαύρο μύδι στην ακρογιαλιά και αγριοραδίκι. Δεν έχω απαλλαγεί ακόμα από το βάρος των μεταμορφώσεων. Λαχταρώ όμως τόσο πολύ το τίποτα, το κενό! Και θέλετε να σας πω το χειρότερο από όλα τα βάσανα που με περιμένουν;
-Ναι, φώναξε ο Πο Για, θέλω να γνωρίσω το χειρότερο από τα βάσανα που σας περιμένουν!
-Το χειρότερο βάσανο που με περιμένει είναι ότι ξέρω πως θα ξαναγίνω άνθρωπος. Είπε ο Φονγκ Γινγκ. Τα άστρα και το βάρος όλων αυτών που έχω ζήσει μέχρι τώρα με οδηγούν προς τα εκεί. Το να ξαναγίνεις άνθρωπος, σίγουρα, είναι χειρότερο από το να γίνεις ταχυδρομικό άλογο! Κι άλλοι αιώνες υπομονής! Κι άλλο φως για να βλέπεις! Κι άλλοι ήχοι που σε πληγώνουν! Κι άλλα μάτια για να κλαίς !
Ο Πο Για αισθανόταν τον γέροντα Φονγκ Γινγκ εξαιρετικά ελαφρύ πάνω στους ώμους του. Τον ρώτησε :
-Θείε μου, μήπως τα άστρα σάς έχουν αποκαλύψει σε ποιον τόπο ακριβώς θα ξαναζήσετε με τη μορφή του ανθρώπου ; Με ποιο επάγγελμα ; Σε ποιον αιώνα ;
Ο Φονγκ Γινγκ τον χτύπησε απαλά στο κεφάλι με τις άκρες των κάτασπρων κοκαλιάρικων δαχτύλων του.
-Ο τόπος, είναι η Κρεμόνα, μια κωμόπολη κοντά στο Πω. Ο αιώνας θα είναι ο 17ος σύμφωνα με τη χρονολόγηση των Δυτικών. Το επάγγελμά μου, για μια ακόμα φορά, κατασκευαστής οργάνων.
-Και πώς θα είστε στην εμφάνιση; ρώτησε ο Πο Για.
-Θα φορώ μια ποδιά από δέρμα, απάντησε ο γέροντας Φονγκ Γινγκ κλαίγοντας.
Το χέρι του έτρεμε. Έβγαλε το τσόχινο καπέλο του και είπε.
-Θα φορώ ένα μάλλινο λευκό σκουφί για να περνάω τα μικρά γεφύρια που διασχίζουν την Κρεμονέτα
-Θείε μου, γνωρίζετε το όνομά σας, φώναξε ο Πο Για.
-Ανιψιέ μου, είπε ο γέροντας κουνώντας τα κόκκινα πόδια του, είμαι έντεκα χιλιάδων ετών. Ονομάζομαι Τόνιο Στραντιβάριους Δεν αντέχω άλλο. Είμαι ο πατέρας του Όμπονο και της Καταρίνα. Ο δάσκαλος μου ονομαζόταν Αμάτι. Ο φίλος μου λεγόταν Γκουαρνέριους…
Λέγοντας αυτά τα λόγια, δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του.
-Μου φαίνεται, είπε, πως θυμάμαι την πλατεία του Αγίου Δομίνικου απέναντι από τη Μεγάλη πύλη. Αγγίζω το χρυσαφένιο φως. Βλέπω το Τοράτζο. Στον αέρα αναδύεται άρωμα ελιάς και ψαρόκολλας.
Και ο επιδιορθωτής των μουσικών οργάνων ξανάβαλε το τσόχινο καπέλο του και έκρυψε το κεφάλι μέσα στα χέρια του. Κλαψούριζε. Φύσαγε τη μύτη του, και η μύξα του έπεφτε στο κεφάλι του Πο Για.
*
Έφτασαν στο σπίτι του Φονγκ Γινγκ. O Πο Για κατέβασε τον γέροντα από τους ώμους του, και άρχισε να δοκιμάζει κιθάρες και λαούτα. Το δεύτερο λαούτο που δοκίμασε έβγαζε ήχους εξαιρετικά καθαρούς, όπως οι στάλες της βροχής. Η τέταρτη κιθάρα που δοκίμασε ήταν ένα όργανο χωρίς μεγάλη ένταση, αλλά ο ήχος της ανέδιδε απέραντη θλίψη και κομψότητα. Η μια από τις χορδές της ήταν πολύ οξεία με σπάνιες αντηχήσεις. Η άλλη είχε μια γλυκύτητα που δε έμοιαζε με κανένα τρόπο ανθρώπινη. Η τελευταία ωστόσο ήταν τόσο υπόκωφη, τόσο βαθιά, γεμάτη ένταση κι ωστόσο ντροπαλή, σαν να έστρωνε συνεχώς το πανωφόρι και τη φούστα πάνω της για να μην αποκαλυφθεί η γυμνή ομορφιά του κορμιού της.
*
Ο Τσενγκ Λιεν έτρωγε σπόρους καρπουζιού περπατώντας δίπλα στη λίμνη με την ονομασία το Κακάρισμα της Κότας. Αυτή η λίμνη παρήγαγε κάθε χρόνο πολλές δεκάδες χιλιάδες κοφίνια νεροκάστανα. Βάρκες ψαρέματος πηγαινοέρχονταν από όχθη σε όχθη. Εκεί θα παρουσιάσει ο Πο Για στο δάσκαλο του, τέσσερις μήνες αργότερα, τα μουσικά όργανα που είχε διαλέξει στο εργαστήριο του Φονγκ Γινγκ. Κάθισαν σε ένα μικρό κηπάκο από μπαμπού, μπροστά από μια μπλε βάρκα που ήταν δεμένη στην όχθη. Ο Πο Για έπαιξε στο δάσκαλό του ένα μικρό μουσικό θέμα.
-Το όργανο σου είναι όμορφο, είπε ο Τσενγκ Λιεν
Ο Πο Για χλόμιασε.
-… τα δάχτυλα, τα αυτί, το σώμα, το πνεύμα, όλα είναι ακριβή, πρόσθεσε ο Τσενγκ Λιεν.
Ο Πο Για χλόμιασε τόσο ώστε έγινε μπλε σαν το χρώμα της ψαρόβαρκας που βρισκόταν δεμένη μπροστά τους, πίσω από το φράχτη που σχημάτιζαν τα φυτά του μπαμπού.
-Δεν σου μένει μόνο παρά να βρεις τη μουσική ! κατέληξε ο Τσενγκ Λιεν.
Ο Πο Για ένιωσε την απελπισία στην πιο καθαρή μορφή της να κυριεύει το κρανίο του. Αισθάνθηκε την καρδιά του να σφίγγεται από πόνο μέσα στο στήθος του. Ο Τσενγκ Λιεν τον σήκωσε.
-Δεν έχω πια τίποτε να σας μάθω, είπε. Τα αισθήματά σας δεν είναι αρκετά συγκεντρωμένα. Δεν έχετε βρει ακόμη αυτό που θα σας προκαλέσει τη συγκίνηση, κάτι σαν το κύμα της λίμνης που κινεί απαλά τη μπλε βάρκα του ψαρά. Εγώ, ο Τσενγκ Λιεν, δεν μπορώ πια να σας διδάξω. Ο δάσκαλός μου λέγεται Φανγκ Τσε-Τσουέν και κατοικεί στη θάλασσα της Ανατολής. Εκείνος ξέρει να προκαλεί τη συγκίνηση στ’αυτιά των ανθρώπων.
*
Περίμεναν τον Νοέμβρη. Τότε ο Πο Για και ο Τσενγκ Λιεν βρέθηκαν στη θάλασσα της Ανατολής. Περπάτησαν γύρω στις δώδεκα εβδομάδες. Όταν έφτασαν στους πρόποδες του βουνού Πονγκ –Λάι, ο Τσενγκ Λιεν είπε στον Πο Για :
- Εσείς θα μείνετε εδώ ! Εγώ, θα πάω να βρω τον δάσκαλό μου.
Λέγοντας αυτά, έφυγε σπρώχνοντας την ψαρόβαρκα με το κοντάρι του. Δέκα μέρες μετά, δεν είχε γυρίσει. Ο Πο Για κοίταξε γύρω του. Ήταν πεινασμένος, μόνος, φοβισμένος. Γύρω του δεν υπήρχε ψυχή. Άκουγε μόνο τον ήχο του θαλασσινού νερού να σβήνει στην άμμο και τις θλιμμένες κραυγές των πουλιών. Αισθάνθηκε ακόμα πιο αδύναμος και είπε αναστενάζοντας βαθιά: « Ιδού το μάθημα του δασκάλου του δασκάλου μου ! » Άρχισε λοιπόν να παίζει κιθάρα τραγουδώντας και κλαίγοντας σιγανά. Έπειτα ξέσπασε σ’αναφιλητά από τα βάθη της καρδιάς του και ο ήχος των δακρύων του ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν. Καθώς το τραγούδι έσβηνε στα χείλη του, ο Τσενγκ Λιεν επέστρεφε πλέοντας απαλά κι αθόρυβα πάνω στα νερά. Ο Πο Για ανέβηκε στη βάρκα που έσπρωχνε ο Τσενγκ Λιεν με το κοντάρι του. Ο Πο Για έγινε ο πιο μεγάλος μουσικός του κόσμου.
Πασκάλ Κινιάρ " Το μάθημα μουσικής", μετάφραση Γιάννης Κατσάνος, εκδόσεις ΜΕΛΑΝΙ, Αθήνα 2015